καθιερώνω

Greek Monolingual

(AM καθιερῶ, -όω, Α ιων. τ. κατιρῶ, -όω)
1. αφιερώνω κάτι σε θεό, το καθαγιάζω, το καθορίζω ως ιερό («τῆ μὲν γὰρ Ἀθηναίᾳ καθιέρωσεν εἰς ἀναθήματα πεντακισχιλίους στατῆρας», Λυσ.)
2. καθιστώ ή καθορίζω κάτι ως ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
3. θεσπίζω κάτι, κάνω κάτι νόμιμο και κοινώς παραδεκτό, επισημοποιώ («καθιερώθηκε η κατάργηση της προίκας»)
4. παθ. καθιερώνομαι, καθιεροῦμαι
γίνομαι, κηρύσσομαι, ορίζομαι ιερός
νεοελλ.
1. (για πρόσ. ή ομάδα) θέτω κάτι ως κανόνα για τον εαυτό μου
2. αποκτώ τη συνήθεια («καθιέρωσα έναν ωριαίο περίπατο κάθε μέρα»)
3. φρ. «καθιερώνω ναό» — εγκαινιάζω ναό
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τα καθιερωμένα
οι κατά παράδοση συνήθειες, τα πατροπαράδοτα έθιμα
νεοελλ.-μσν.
(η μτχ. ως επίθ.) καθιερωμένος, -η, -ο(ν)
α) αγιασμένος
β) συνηθισμένος, αυτός που έχει επικρατήσει
αρχ.
1. παθ. καθιεροῦμαι (για πρόσ.) περιέρχομαι στην αποκλειστική εξουσία θεού ή θεών
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ καθιερωμένοι
οι ιερείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθιερώνω < καθιερώ < κατ(α)- + ἱερῶ (< ἱερός)].