καταρρίπτω

English (LSJ)

(later καταρριπτ-ριπτέω Man.4.288:—Pass.,
A καταρειπτούμενα IG12(3).325.41 (Thera, ii A. D.), also pf. part. κατηρειμμένος ib.326.20), throw down, overthrow, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν A.Ag.884; τὰ βασίλεια Plu.Luc.34, cf. Luc.Salt.9; κ. τοὺς πολεμίους, opp. ἐπαίρω, Id.Hist.Conscr.7.
2 bring into disrepute, μάθησιν Vett.Val. 238.31; ἑαυτούς Id.2.2.
3 despise, δόξαν, ἔπαινον, D.S.13.15, 22.

French (Bailly abrégé)

1 jeter à bas, renverser;
2 jeter de côté, rejeter ; mépriser, acc..
Étymologie: κατά, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρρίπτω neerwerpen, overwinnen.

German (Pape)

herunterwerfen, zerstören, vernichten; εἰ ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Aesch. Ag. 858; τὰ βασίλεια Plut. Lucull. 34; Gegensatz von ἐπαίρω, Luc. hist.conscr. 7; verachten, ἔπαινον, δόξαν, DS. 3.15, 22.

Russian (Dvoretsky)

καταρρίπτω:
1 опрокидывать, ниспровергать, свергать (βουλήν Aesch.; τὰ βασίλεια Plut.);
2 разбивать, уничтожать (τοὺς πολεμίους Luc.);
3 пренебрегать, презирать (ἔπαινον, δόξαν Diod.).

Greek Monolingual

(AM καταρρίπτω και καταρίπτω, Α και καταρριπτέω)
1. ρίχνω κάτω
2. γκρεμίζω
νεοελλ.
1. ακυρώνω κάτι που ίσχυε, ανατρέπω, ανασκευάζω («κατέρριψε τα επιχειρήματα του αντιδίκου ένα προς ένα»)
2. υπερβάλλω, ξεπερνώ κάποιον σε αγώνα («κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο ακόντιο)
μσν.
εκκενώνω
μσν.-αρχ.
καταλύω, καταβάλλω («τῆς 'Ασίας τὰ βασίλεια καταρρίψαντες», Πλούτ.)
αρχ.
1. ταπεινώνω, εξευτελίζω
2. καταφρονώ («ἠξίου μὴ καταρρίψαι τῆς πατρίδος τὴν περιβόητον δόξαν», Διόδ.)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατερριμμένος, -η, -ον
καταπτοημένος, συντετριμμένος.

Greek Monotonic

καταρρίπτω: μέλ. -ψω, ρίχνω προς τα κάτω, αναποδογυρίζω, συντρίβω, καταστρέφω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρίπτω: ῥίπτω κάτω, καταβάλλω, ἀνατρέπω, εἴ τε δημόθρους ἀναρχία βουλὴν καταρρίψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 884· τὰ βασίλεια Πλουτ. Λούκουλλ. 34, πρβλ. Λουκ. π. Ὀρχ. 9· ταπεινῶ, ἐξευτελίζω, κ. τοὺς πολεμίους, ἀντίθετον τῷ ἐπαίρω, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7. (2 καταφρονῶ, δόξαν, ἔπαινον Διόδ. 13, 15 καὶ 22.)

Middle Liddell

fut. ψω, to throw down, overthrow, Aesch.