κνήμη

English (LSJ)

Dor. κνάμα [νᾱ], ἡ,
A part between knee and ankle, leg, shank, Il.4.147, Od.8.135, Hdt.6.75, 125, 7.75, E.Ph.1394, etc.; of a horse, X.Eq.1.5, 12.10: prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα = 'blood is thicker than water', Theoc.16.18.
2 Anat., tibia, Gal.2.774, Ruf.Onom. 123.
3 in plants, stem between two joints, Thphr.HP9.13.5; κνήμη (v.l. μνήμου) μελίνης dub. sens. in S.Fr.608.
II spoke of a wheel, Poll.1.144, Eust.598.4. (Cf. OIr. cnāim 'bone', OE. hamm 'ham'.)

German (Pape)

[Seite 1460] ἡ, 1) der Unterschenkel, der Teil des Beins zwischen Knie u. Knöchel, Schienbein u. Wade, Il. 4, 147, γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες τε 17, 386, μηροί τε κνῆμαί τε, Ober- u. Unterschenkel, Od. 8, 135, die auch Plat. Tim. 74 e vrbdt; κνήμην διεπέρασεν δόρυ Eur. Phoen. 1403; Her. 6, 125; Xen. Hell. 5, 4, 58 u. Folgde. – Auch von Pflanzen, der Schuß zwischen zwei Knoten, Theophr. – 2) die Speichen des Rades, Poll. 1, 144, u. nach Hesych. die Seitenhölzer, Rungen, die den Wagenkorb halten.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
jambe, particul. bas de la jambe.
Étymologie: κνάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνήμη -ης, ἡ, Dor. κνᾱ́μα scheen, scheenbeen.

Russian (Dvoretsky)

κνήμη:берцо, голень Hom., Her. etc.

English (Autenrieth)

the part of the leg between knee and ankle, shin.

Greek Monolingual

η (AM κνήμη, Α δωρ. τ. κνάμα)
1. το μεταξύ του γόνατος και τών σφυρών μέρος του ποδιού, η γάμπα («μηρούς τε κνήμας τε καὶ ἄμφω χεῖρας ὕπερθεν αὐχένα», Ομ. Οδ.)
2. το εμπρόσθιο οστό του ποδιού που βρίσκεται μεταξύ τών σφυρών και του γόνατος, το κνημιαίο οστό («καλεῖται μὲν κνήμη ὅλον τοῦ σκέλους τὸ μέρος ὅσον ἐστὶ μεταξὺ τοῦ γόνατος καὶ τοῦ ἀστραγάλου
καλεῖται δὲ καὶ τὸ μεῖζον ὀστοῦν ἐν αὐτῷ
τέτακται δὲ ἔσωθεν τοῦτο... τὸ γὰρ ἔξωθεν ὀστοῦν περόνη» — ονομάζεται κνήμη ολόκληρο το μέρος του σκέλους μεταξύ του γόνατος και του αστραγάλου
ονομάζεται επίσης και το μεγαλύτερο οστό σ' αυτό το τμήμα
είναι τοποθετημένο στην εσωτερική πλευρά... το εξωτερικό οστό είναι η περόνη, Γαλ.)
μσν.
1. περικνημίδα
2. στήριγμα
μσν.-αρχ.
ακτίνα τροχού
αρχ.
1. (στα φυτά) το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ δύο κόμβων ή γονάτων («κνῆμαι πυκναί», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα konәm-, της οποίας εμφανίζει τη μηδενισμένη και εκτεταμένη βαθμίδα (κνημ-). Συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. cnaim «σκέλος, κόκαλο», το αρχ. άνω γερμ. hamma «κνήμη, αντικνήμιο» και το αγγλοσαξ. hamm «κνήμη, αντικνήμιο».
ΠΑΡ. κνημαίος, κνημία, κνημιαίος
αρχ.
κνημίδιον, κνημίον κνημίς, κνημώδης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. κνήμαρχος, κνημοπαχής. (Β συνθετικό) αρχ. αντικνήμη, γαστροκνήμη].

Greek Monotonic

κνήμη: ἡ, μέρος του ποδιού μεταξύ του γόνατου και του αστραγάλου, η κνήμη, Λατ. tibia, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κνήμη: ἡ, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ τοῦ γόνατος καὶ τῶν σφυρῶν, Λατ. tibia, crus, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν μηρόν, Ἰλ. Δ. 147, Ὀδ. Θ. 135, κτλ.· ἐπὶ τῶν κνημῶν ἔθετον τὰς κνημῖδας, πρβλ. κνημίς, ἐϋκνήμις· οὕτω καὶ Ἡρόδ. 6. 75, 125., 7. 75, Εὐρ. Φοίν. 1394, κτλ.· ― περὶ τοῦ χωρίου, Θεόκρ. 16. 18, ἴδε ἐν λ. γόνυ ἐν τέλ.· ― παρὰ τοῖς Ἰατρ. τὸ ὄνομα τοῦτο ἀπεδίδετο μόνον εἰς τὸ βραχύτερον καὶ στιβαρώτερον τῶν ὀστῶν τῆς κνήμης, Λατ. tibia, τὸ δὲ ἕτερον, Λατ. fibula ἐκαλεῖτο περόνη· πρβλ. καὶ ἀντικνήμιον. 2) ἐν τοῖς φυτοῖς, τὸ μέρος τὸ μεταξὺ δύο κόμβων ἢ γονάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5. ΙΙ ἀκτὶς τροχοῦ, Πολυδ. Α΄, 144, Εὐστ.· πρβλ. κνημὶς ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ., ξύλα, ἐφ᾿ ὧν τὸ σῶμα τοῦ ἅρματος ἐστηρίζετο, «κνῆμαι· τὰ διερείδοντα ξύλα τὴν χοινικίδα τοῦ τροχοῦ» Ἡσύχ., καὶ κνημίαι, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ι΄ 157, Ἡσύχ. ΙV. ὁ ποὺς καθίσματος, Φώτ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: part between knee and ankle, leg, shank (Il.), tibia (Gal., Ruf.), metaph. stem between two joints (Thphr.; Strömberg Theophrastea 48), spoke of a wheel (Hom. etc. in compp., Poll., Eust.).
Other forms: Dor. κνάμα
Compounds: As 2. member e. g. in ὀκτά-κνημος with eight spokes (Il.), παχύ-κνημος with thick shanks (Ar.). Substantivized hypostasis: ἀντικνήμ-ιον n. what is over against the shank, i. e. tibia (IA.).
Derivatives: κνημίς, -ῖδος f. (Il.), Aeol. κνᾶμις, pl. κνάμιδες (Alc.), greave (Trümpy Fachausdrücke 19f.) with κνημίδια pl. (Att. inscr.; meaning uncertain); κνημία f. spoke (Lys.), pl. τὰ τῆς ἁμάξης περιθέματα (H.) etc. (s. Scheller Oxytonierung 53f.); κνημ-(ι)αῖος belonging to the shank (Hp., Gal.; on the formation Chantraine Formation 49).
Origin: IE [Indo-European] [613] *k(o)nh₂m-a bone, tibia, shank
Etymology: On κνημός s. v. With κνάμα agrees except for the stem OIr. cnāim leg, bone (i-st.); both can go back on IE. *knām-. Close is a Germ. word for (back-)thigh-bone, back of the knee, OHG hamma, OE hamm, OWNo. hǫm. As -mm- can be assimilated from -nm-, for hamma an IE. basis *konǝm-ā is possible, which differs from κνάμα, cnāim only in ablaut; s. Schwyzer 361, Pok. 613f.

Middle Liddell

κνήμη, ἡ,
the part between the knee and ankle, the leg, Lat. tibia, Hom., Hdt., Eur., etc.

Frisk Etymology German

κνήμη: {knḗmē}
Forms: dor. κνάμα
Grammar: f.
Meaning: Unterschenkel, Wade (seit Il.), Schienbein (Gal., Ruf.), übertr. Stengel zwischen zwei Gelenken (Thphr.; Strömberg Theophrastea 48), Radspeiche (Hom. usw. in Kompp., Poll., Eust.).
Composita: Als Hinterglied z. B. in ὀκτάκνημος mit acht Speichen (Il.), παχύκνημος mit dicken Waden (Ar.). Substantivierte Hypostase: ἀντικνήμιον n. was gegenüber der Wade ist, d. h. Schienbein (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: κνημίς, -ῖδος f. (seit Il.), äol. κνᾶμις, pl. κνάμιδες (Alk.), Beinschiene (Trümpy Fachausdrücke 19f.) mit κνημίδια pl. (att. Inschr.; Bed. unsicher); κνημία f. Radspeiche (Lys.), pl. τὰ τῆς ἁμάξης περιθέματα (H.) usw. (s. Scheller Oxytonierung 53f.); κνημ-(ι)αῖος zum Unterschenkel, zur Wade gehörig (Hp., Gal.; zur Bildung Chantraine Formation 49).
Etymology: Zu κνημός s. bes. Zu κνάμα stimmt bis auf den Stammauslaut air. cnāim Bein, Knochen (i-St.); beide können auf idg. *knām- zurückgehen. Nahe kommt ein germ. Wort für ‘(Hinter-) schenkel, Kniekehle’, ahd. hamma, ags. hamm, awno. hǫm. Da -mm- aus -nm- assimiliert sein kann, ist für hamma usw. eine idg. Grundform *konəm-ā möglich, die sich nur im Ablaut von κνάμα, cnāim unterscheiden würde; dazu Schwyzer 361, WP. 1, 460 (m. Lit.), Pok. 613f.
Page 1,883

English (Woodhouse)

lower part of the leg

Mantoulidis Etymological

(=τό μέρος μεταξύ τοῦ γόνατος καί τῶν σφυρῶν). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: κνημίς (=πού ἀνήκει στήν πανοπλία πολεμιστή), κνημαῖος, κνημιδωτός, κνημόω -ῶ (=ὁπλίζω μέ περικνημίδες).