κνιψ

Greek Monolingual

κνίψ, -ιπός και σκνιψ, -ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α)
1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι' ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.)
2. μικρό μυρμήγκι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κνῑπες
α) καταφαγωμένα μάτια
β) ζωύφια που τρώνε το ξύλο («κνῖπες
ὄμματα περιβεβρωμένα, καὶ ζωΰφια τών ξυλοφάγων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει μάλλον στην ίδια μεγάλη οικογένεια με τα κνίζω, κνῶ, κνύω, κνίδη, κνῖσα κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με λ. που σημαίνουν «τσιμπώ», όπως είναι τα λεττον. kniebt, knipet και το μσν. ολλ. nipen. Έχει ωστόσο διατυπωθεί και η άποψη ότι αποτελεί δάνειο αιγυπτιακής προελεύσεως. Στην ελλ. τα παράγωγά της εμφανίζουν μεταφορικές σημασίες. Έτσι, η λαιμαργία του εντόμου έδωσε στο κνιπός τη σημ. «πλεονέκτης, φιλάργυρος, τσιγκούνης». Τα εξανθήματα τών ματιών που τά κάνουν να μοιάζουν καταφαγωμένα, σαν από κνίπες, ονομάστηκαν κνῖπες και η φλόγωσή τους κνιπότης. Τέλος, η φωνητική ομοιότητα με τα κνέφας, κνεφαίος έδωσαν τη σημ. «σκοτεινός» στα σκνιφαίος, σκνιφόν. ΠΑΡ αρχ. κνίπειος
αρχ.-μσν.
κνιπός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνιπολόγος.