λεκτός
English (LSJ)
λεκτή, λεκτόν, (λέγω B)
A gathered, chosen, picked out, of stones, λ. έκ γαίης λάους Hes.Fr.115.3; στόλος A.Pers.795; ᾐθέων λεκτοί S.OT 19, etc.
II capable of being spoken, to be spoken, ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά Id.Ph.633; κακὸν οὐ τλητὸν οὐδὲ λεκτόν E.Hipp.875; οὔτε λεκτὸν οὔτε πιστόν Ar.Av.423 (lyr.): λεκτόν, τό, an expression (opp. mere φωνή), A.D.Adv.136.32; a word (with a meaning), Id.Pron.59.1, al.; τὰ λεκτά = predications, Cleanth.Stoic.1.109; but later, expressions, phrases (including statements, questions, commands, wishes, etc.), Stoic.2.58, 61, al.; coupled with προτάσεις and ἀξιώματα, Plot.5.5.1.
German (Pape)
[Seite 27] 1) gesammelt, auserlesen; στρατός Soph. O. R. 19; Hes. frg. 11; ἀλλ' εὐσταλῆ καὶ λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον Aesch. Pers. 781; Eur. Suppl. 356 u. sp. D. – 2) sagbar, zu sagen; ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά, er darf Alles sagen, Soph. Phil. 638; Ar. Av. 422; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 rassemblé, choisi;
2 qu'on peut dire : τὰ λεκτά PLUT t. stoïc. les choses qui n'existent qu'en parole ou dans la pensée, càd non visibles ou non tangibles (comme l'espace et le temps), les choses abstraites.
Étymologie: λέγω² et λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
λεκτός: λέγω II] избранный, отборный (στόλος Aesch.): ᾐθέων λεκτοί Soph. отборная молодежь.
λέγω III] могущий быть сказанным, выразимый: ἔστ᾽ ἐκείνῳ πάντα λεκτά Soph. он сказать может все, (что угодно); οὔτε λ. οὔτε πιστός Arph. невыразимый и невообразимый.
Greek (Liddell-Scott)
λεκτός: -ή, -όν, (λέγω Β) συνειλεγμένος, ἐκλεκτός, «διαλεκτός», Ἡσ. Ἀποσπ. 35. 3, Αἰσχύλ. Πέρσ. 795, Σοφ. Ο. Τ. 19, κτλ. ΙΙ. (λέγω Γ) ὃν δύναταί τις νὰ εἴπῃ, ἔστ’ ἐκείνῳ πάντα λεκτὰ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 633· κακὸν οὐ λεκτὸν Εὐρ. Ἱππ. 875· οὔτε λεκτ. οὔτε λεκτ. οὔτε πιστὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 422· τὰ λεκτά, πράγματα ἔχοντα μόνον κατ’ ὄνομα ὕπαρξιν, ὡς ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος, ἀφῃρημένα πράγματα, Στωϊκὸς ὅρος παρὰ Πλουτ. 2. 1116Β, Διογ. Λ. 7. 43 καὶ 63.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α λεκτός, -ή, -όν) λέγω
αυτός που μπορεί να λεχθεί («ἀλλ' ἔστ' ἐκείνῳ πάντα λεκτά», Φίλ.)
αρχ.
1. εκλεκτός, διαλεχτός («ἀλλ' εὐσταλῆ τοι λεκτὸν ἀροῦμεν στόλον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεκτόν
α) έκφραση
β) λέξη που έχει σημασία
γ) στον πληθ. τὰ λεκτά
i) κήρυγμα, διδαχή
ii) φράσεις που περιέχουν διαπιστώσεις, ερωτήσεις, διαταγές, πόθους κ.λπ.
Greek Monotonic
λεκτός: -ή, -όν (λέγω Β), συναθροισμένος, εκλεκτός, διαλεχτός, επίλεκτος, σε Αισχύλ., Σοφ., κ.λπ.
II. (λέγω Γ), ικανός να λεχθεί, σε Σοφ., Ευρ., κ.λπ.
Middle Liddell
λεκτός, ή, όν
I. (λέγω2) gathered, chosen, picked out, Aesch., Soph., etc.
II. (λέγω3) capable of being spoken, to be spoken, Soph., Eur., etc.
English (Woodhouse)
chosen, able to be told, singled out, that may be divulged, that may be spoken