λιμναῖος

English (LSJ)

α, ον, (λίμνη)
A of the marsh or from the marsh, ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους = both land-fowl and water-fowl, Hdt.7.119, cf. Ar.Av.272; of the crocodile, ἐὸν… τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Hdt.2.68; λιμναῖα κρηνῶν τέκνα, of frogs, Ar.Ra.211; of the beaver, Nic. Al.307; of an eel, Diph.Siph. ap. Ath.8.355d (vulg. λιμνία) λιμναῖον φυτόν = water-plant, Plu.2.399f.
2 of water, stagnant, Hp.Aër.7.
3 of marshes or for marshes, λιμναῖον πλοῖον, λιμναῖον σκάφος, PLond.2.317.9 (ii A.D.), Hld.1.31; λ. ἄνεμοι Hsch.
II (Λίμναι) of Limnae or from Limnae, epithet of Dionysus, from his temple there, Call.Fr.37 P.: but Λιμναῖον, τό, a temple of Artemis at Limnae, on the borders of Laconia and Messenia, Str.8.4.9, cf. Paus.3.2.6: hence she was called Λιμνᾶτις v. λιμνήτης; also Λιμναία, epithet of Artemis at Sicyon and elsewhere, Id.2.7.6, etc.

German (Pape)

[Seite 48] im See, Sumpf lebend, wachsend; ὄρνιθες λιμναῖοι, Wasservögel, im Gegensatz der χερσαῖοι, Her. 7, 119; bei Ar. Ran. 211 heißen die Frösche λιμναῖα κρηνῶν τέκνα; κάστωρ, Nic. Al. 307, φρύνη, 589. Auch φυτόν, Sumpfpflanze, Plut. de Pvth. or. 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui vit dans les étangs ou les marais.
Étymologie: λίμνη.

Russian (Dvoretsky)

λιμναῖος: болотный (ὄρνιθες Her.; φυτον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λιμναῖος: -α, -ον, (λίμνη) ἀνήκων εἰς λίμνην ἢ ἐκ λίμνης, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. Ἡρόδ. 7. 119, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 272· ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, ἐόν... τετράπουν, χερσαῖον καὶ λ. ἐστι Ἡρόδ. 2. 68· λ. κρηνῶν τέκνα, ἐπὶ τῶν βατράχων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 211· ἐπὶ τοῦ κάστορος, Νικ. Ἀλ. 307· ἐπὶ τοῦ ἐγχέλεως, Δίφ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355D (κοινῶς: λίμνια)· οὕτω. λ. φυτόν, ἔνυδρον φυτόν, Πλούτ. 2. 399F. 2) ἐπὶ ὕδατος, στάσιμον, λιμνάζον, Ἱππ. π. Ἀέρ. 283. 3) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίμνην, λ. σκάφος Ἡλιόδ. 1. 31· λιμναῖοι ἄνεμοι, οἱ ἀπὸ τῶν λιμνῶν πνέοντες, Ἡσύχ. ΙΙ. (Λίμναι) ἐκ τῶν Λιμνῶν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου ἐκ τοῦ ἐκεῖ ναοῦ αὐτοῦ, Καλλ. Ἀποσπ. 280· - ἀλλὰ Λιμναῖον, τό, ναὸς τῆς Ἀρτέμιδος ἐν Λίμναις, κατὰ τὰ μεθόρια Λακωνικῆς καὶ Μεσσηνίας, Στράβ. 362, 364, πρβλ. 3. 2, 6· ἐξ οὗ ἐκαλεῖτο Λιμνᾶτις, ὁ αὐτ. 4. 4, 2., 4. 31, 3, κτλ.· ὑπῆρχεν ὡσαύτως Ἄρτεμις Λιμναία ἐν Σικυῶνι, ὁ αὐτ. 2. 7, 6· καὶ ἀλλαχοῦ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιμναῖος, -αία, -ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, -άδος) λίμνη
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, υπάρχει ή ζει σε λίμνη (α. «λιμναία φυτά» β. «λιμναίος πολιτισμός» γ. «ὄρνιθας χερσαίους καὶ λιμναίους»
Ηρόδ.)
2. (για νερό) αυτό που λιμνάζει, στάσιμο
3. (για σκάφος) προορισμένο για λίμνη («οὐ γὰρ πλείονας οἷά τε φέρειν τὰ λιμναῖα σκάφη», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοποθεσία τών Αθηνών Λίμνες, κοντά στην Ακρόπολη, ή προέρχεται από αυτήν
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λιμναῖος
προσωνυμία του Διονύσου, από τον ναό του που βρισκόταν στην περιοχή Λίμνες
3. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμναία
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Δήμητρος
4. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Λιμναῖον
ο ναός της Αρτέμιδος που βρισκόταν στα σύνορα της Λακωνικής και της Μεσσηνίας
5. φρ. «λιμναῖα κρηνών τέκνα» — οι βάτραχοι.

Greek Monotonic

λιμναῖος: -α, -ον (λίμνη), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από λίμνη ή έλος, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λιμναίους, πουλιά που ζουν μαζί στο νερό και στην ξηρά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

λιμναῖος, η, ον λίμνη
of or from the marsh or mere, ὄρνιθας χερσαίους τε καὶ λ. both land-fowl and water fowl, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

of a lake, of a marsh, of the fen