παιάνας
Greek Monolingual
ο (ΑΜ παιάν, -ᾱνος, Α επικ. τ. παιήων, -ονος, αττ.-ιων. τ. παιών, -ῶνος, αιολ. τ. πάων)
(στην αρχαιότητα) α) χορικό άσμα, ωδή ή ύμνος προς τιμήν κυρίως του Απόλλωνος, αλλά και της Αρτέμιδος και άλλων θεών, που περιείχε ευχαριστία για τη λύτρωση από κάποιο κακό («μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, καλὸν ἀείδοντες παιήονα», Ομ.Ι.λ.)
β) θριαμβευτικό επινίκιο άσμα ή πολεμικό εμβατήριο που έψαλλαν οι στρατιώτες πριν από ή κατά τη μάχη
γ) μετρικός πους που συνίσταται από τρεις βραχείες συλλαβές και μία μακρά, δηλ. -∪∪∪ ή ∪_∪∪ ή ∪∪_∪ ή ∪∪∪_
νεοελλ.
θριαμβευτικό άσμα για κάποια επιτυχία ή επινίκιος ύμνος
αρχ.
1. γιατρός («παιὼν γενοῦ τῆσδε μερίμνης», Αισχύλ.)
2. σωτήρας, λυτρωτής («καί μοι Θάνατος Παιὰν ἔλθοι», Ευρ.)
3. άσμα που τραγουδούσαν στα συμπόσια
4. ως κύριο όν. ὁ Παιάν, επικ. τ. Παιήων, αττ. ιων. Παιών, αιολ. τ. Πάων
α) (ως προσωνυμία του Ασκληπιού) ο γιατρός τών θεών
β) Απόλλων ως βοηθός και λυτρωτής θεός («τὸν Παιῶνά τε καὶ τὰς Μούσας ἐπικαλούμενος», Πλάτ.)
γ) προσωνυμία του Διός, του Ποσειδώνος, μετά από σεισμό, του Διονύσου, του Ηλίου και του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχικός θεωρείται ο τ. παιᾱFων (προβ. αιολ. τ. πάων) όπως μαρτυρείται στη μυκην. δοτ. pajawone (για το επίθημα πρβλ. ἸᾱFονες)
Το όνομα, προσηγορικό αρχικά, αποδόθηκε αργότερα ως προσωνύμιο στον Ασκληπιό, στον Απόλλωνα και σε άλλες θεότητες. Ο αττ. και ιων. τ. παιών έχει προέλθει με συναίρεση και ο τονισμός του είναι αναλογικός με τα συνηρημένα σε -έων / -ών (πρβλ. κοιτών). Έχει προταθεί η σύνδεση της λ. με το ρ. παίω «χτυπώ», μέσω ενός αμάρτυρου τ. παFιᾶ «χτύπημα». Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο Απόλλων θεράπευε τις αρρώστειες με ένα μαγικό χτύπημα. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. παύω, ενώ δεν αποκλείεται και η άποψη ότι πρόκειται για ένα θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή για δάνεια λ. (πρβ. Παν)].