πανηγύρι

Greek Monolingual

πανηγύριον, τὸ, ΝΜ
ομαδικός, πάνδημος εορτασμός θρησκευτικής επετείου, εορτής αγίου ή γεγονότος καθιερωμένου στο εορτολόγιο, ο οποίος συνοδεύεται από λειτουργία στον φερώνυμο ναό και συνήθως από ομαδική διασκέδαση
νεοελλ.
1. ομαδικό γλέντι, θορυβώδης διασκέδαση, ξεφάντωμαμετά τον γάμο θα ακολουθήσει πανηγύρι»)
2. (με ειρων. σημ.) θορυβώδης διένεξη, συμπλοκή με κωμικό χαρακτήρα («μετά το τέλος του αγώνα έγινε μεγάλο πανηγύρι»)
3. συρροή πολλών ανθρώπων σε συγκεκριμένο τόπο και σε τακτή ημερομηνία, προκειμένου να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους, αλλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι
4. φρ. «είναι για τα πανηγύρια»
α) (για πρόσ.) είναι χωρίς υπόληψη ή παράλογος, ανόητος, για γέλια
β) (για πράγμα) είναι άθλιας ποιότητας, ασήμαντο, ευτελές
5. παροιμ. «σαν τον τράγο στο πανηγύρι» — λέγεται για όσους έρχονται κάπου την κατάλληλη στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγύριον, υποκορ. του αρχ. πανήγυρις.