περιδινέω

English (LSJ)

whirl, wheel round, κύκλῳ αὑτόν Aeschin. 3.167; τὴν κεφαλήν D.Chr. 1.56; ὁ ἥλιος π. περὶ αὐτὸν τὸν πόλον Men. Rh. p. 442S.; τυφὼν π. τὴν ναῦν Luc. VH 1.9; set in motion all round, Alciphr. 1.39; — Med., περιδινήσασθε ἀνελίγματα χαίτης AP 7.485 (Diosc.); also, take a stroll, περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ Luc. Lex. 2; — Pass., to be whirled round, Ph. 1.145, Ti.Locr. 97c, Iamb. Myst. 5.20; spin round like a top, X. Smp. 7.3, Luc. Syr. D. 36, etc. — Cf. περιδονέω.

German (Pape)

[Seite 573] im Kreise od. Wirbel herumdrehen, herumtreiben; Hom. im pass., ἃς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην καρπαλίμοισι πόδεσσι, Il. 22, 165, wo aber Spitzner richtiger πέρι δινηθήτην schreibt; περιδινεύμενος ὑπὸ τᾶς σφαίρας, Tim. Locr. 97 c; Luc. V. H. 1, 8; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

περιδινῶ :
f. περιδινήσω, ao. περιεδίνησα, pf. inus.
faire tournoyer ; Pass. aller et venir, faire mille tours.
Étymologie: περί, δινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιδινέω [περίδινος] act. met acc. doen ronddraaien, laten ronddraaien:; τυφών... περιδινήσας τὴν ναῦν een orkaan die het schip deed rondtollen Luc. 13.9; ook med.. περιδινήσασθε μακρῆς ἀνελίγματα χαίτης laat de krullen van je lange haar rond je hoofd wapperen AP 7.485.3. intrans. met fut. med.-pass. ronddraaien; rondlopen:. περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ we zullen in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.

Russian (Dvoretsky)

περιδῑνέω: кружить, вращать (τὴν ναῦν Luc.; ὁ τροχὸς περιδινούμενος Xen.): ἑαυτὸν κύκλῳ π. Aeschin. кружиться; τὸ περιδινῆσαν Plut. круговорот.

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνέω: περιστρέφω, ἑαυτὸν κύκλῳ Αἰσχίν. 77. 29· τυφὼν π. τὴν ναῦν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 9· θέτω εἰς κίνησιν ὁλόγυρα, Ἀλκίφρων 1. 39. - Παθ., περιέρχομαι, ὡς τὼ τρὶς Πριάμοιο πόλιν περιδινηθήτην (παθ. ἀόρ.) Ἰλ. Χ. 165 (ὁ Spitzn διῃρημένως πόλιν πέρι διν-)· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀνθ. Π. 7. 485· ἀπολ., περιστρέφομαι, περιφέρομαι, Τίμ. Λοκρ. 97C· περιστρέφομαι ὡς στρόβιλος, Ξεν. Συμπ. 7. 3, Λουκ., κλ.· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἀμφ. ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 310.

English (Slater)

περιδῑνέω ? whirl around (Ἀπόλλων) περιδινηθεὶς ἐπῇεν γᾶν (dubitanter supp. Snell; cll. Hesych., περιδινεῖσθαι· περικινεῖσθαι: προ[......]ις, [....]ινηθείς codd. Strabonis, nisi πε(ρι)κινηθεὶς unus cod.̆{im}) fr. 51a.

Greek Monotonic

περιδῑνέω: μέλ. -ήσω, στροβιλίζω ή γυρίζω ολόγυρα, σε Αισχίν. — Παθ., τρέχω γύρω-γύρω σε κύκλο, πόλιν περιδινηθήτην (γʹ δυϊκ. Παθ. αόρ. αʹ) σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ανθ.· περιστρέφομαι ολόγυρα σαν σβούρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to whirl or wheel round, Aeschin.: —Pass. to run circling round, πόλιν περιδινηθήτην (3 dual aor1 pass.) Il.:—so in Mid., Anth.; to spin round like a top, Xen.