πετραῖος
English (LSJ)
α, ον,
A of a rock, σκιή Hes.Op.589; living on the rocks or living among the rocks, Σκύλλη Od.12.231; ὄρνις A.Fr.304.3; Νύμφαι πετραῖαι = rock-Nymphs, E.El.805; ἠχώ Com.Adesp.669; τὰ πετραῖα τῶν ἰχθυδίων = rockfish, Theopomp.Com.62.3, cf. Sotad.Com.1.22; πετραῖα, as a class of marine animals, opp. πελάγια, αἰγιαλώδη, Arist.HA488b7, cf. 598a11; growing on rocks or growing among rocks, συκῆ Archil.19.
2 rocky, ἀγκάλη A.Pr. 1019; τάφος πετραῖος S.El.151 (lyr.); π. δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα, etc., Id.Aj. 697 (lyr.), E.HF120(lyr.), Cyc.382 (s.v.l.), IA1082 (lyr.), etc.; χωρία Arist.HA570b26.
II Πετραῖος = Petraios, epithet of Poseidon in Thessaly, as he who clave the rocks of Tempe, and drained Thessaly, Pi.P.4.138.
German (Pape)
[Seite 605] felsig, steinig, vom Felsen, an den Felsen wachsend, lebend; Σκύλλη, Od. 12, 231; σκιή, Schatten, den Felsen geben, Hes. O. 591; bei Pind. P. 4, 138 Beiname des Poseidon; χιών, Aesch. frg. 299; πετραία δ' ἀγκάλη σε βαστάσει, Prom. 1021; Σκῦρος, Soph. Phil. 457; τάφος, das Felsengrab, von der in Fels verwandelten Niobe, El. 148; λίθ ος, Eur. Cycl. 400; χθών, 381; Νύμφαι, El. 805; ἄντρα, I. A. 1082; συκῆ, Archil. 575; τὰ πετραῖα τῶν ἰχθυδίων, Theop. Com. bei Ath. XIV, 649, in der Nähe der Felsen lebende Fische.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. de rocher :
1 produit par un rocher (ombre);
2 fait d'un rocher (antre, grotte);
II. qui vit au milieu des rochers.
Étymologie: πέτρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πετραῖος -α -ον [πέτρα] van een rots:; εἴη πετραίη... σκιή moge er dan schaduw van een rots zijn Hes. Op. 589; bij rotsen:. Σκύλλην πετραίην Scylla, die op rotsen leeft Od. 12.231. rotsachtig, rots-:. ἐν τάφῳ πετραίῳ in een rotsgraf Soph. El. 151.
Russian (Dvoretsky)
πετραῖος:
1 скалистый, каменистый (Σκῦρος Soph.; χθών Eur.);
2 сделанный из скалы, каменный (τάφος Soph.);
3 обитающий в скалах (Σκύλλη Hom.; ὄρνις Aesch.; Νύμφαι Eur.);
4 отбрасываемый скалой (σκιή Hes.);
5 оторванный от скалы (λίθος Eur.).
English (Autenrieth)
English (Slater)
πετραῖος
a epithet of Poseidon. “παῖ Ποσειδᾶνος Πετραίου as the god who split the vale of Tempe, Farnell, Σ. (P. 4.138)
b of the rocks “ποντίου θηρὸς πετραίου” sea anemone fr. 43. 1.
Greek Monolingual
-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α πέτρα
1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ.
β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.)
2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῖος», Αισχύλ. γ. «Νύμφαι πετραῖαι», Ευρ.
δ. «συκῆ πετραίη», Αρχίλ.)
2. πέτρινος (α. «τάφος πετραῖος», Σοφ.
β. «πετραίαν στέγην», Ευρ.
γ. «πετραῖα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)
3. (για τόπους) βραχώδης, πετρώδης («πετραία Σκύρος», Σοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πετραῖος
προσωνυμία του Ποσειδώνος στη Θεσσαλία
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ πετραία
η κάππαρη
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πετραῖον
α) το φυτό ασπάραγος
β) το φυτό πετροσέλινο
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πετραῖα
τα πετρόψαρα.
Greek Monotonic
πετραῖος: -α, -ον,
I. 1. αυτός που ανήκει σε βράχο, σε Ησίοδ.· αυτός που ζει πάνω ή ανάμεσα στα βράχια, σε Ομήρ. Οδ.· Νύμφαι πετραῖαι, Νύμφες των βράχων, σε Ευρ.
2. αυτός που προέρχεται από βράχο, βραχώδης, τάφος πετραῖος, σε Σοφ.· πετραῖος δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα κ.λπ., σε Τραγ.
II. Πετραῖος, επίθ. του Ποσειδώνα στη Θεσσαλία, ο οποίος διέσχισε τους βράχους των Τεμπών, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πετραῖος: -α, -ον, ὁ τοῦ βράχου, ὁ εἰς βράχον ἀνήκων, σκιὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 587· Σκύλλη πετραίη, ἡ προσπεφυκυῖα ταῖς πέτραις, Ὀδ. Μ. 231· ὄρνις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 3· Νύμφαι π., Νύμφαι τῶν βράχων, Εὐρ. Ἠλ. 805· π. τῶν ἰχθυδίων, τὰ πετρόψαρα, Λατ. saxatiles pisces, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Φινεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke·ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ τὰ θαλάσσια ζῷα εἰς πελάγια, αἰγιαλώδη καὶ πετραῖα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31, πρβλ. 8. 13, 4, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐκ βράχου, βραχώδης, ἀγκάλη (ἴδε ἐν λ.)· τάφος π. Σοφ. Ἠλ. 151· π. δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα, κτλ., Τραγ.· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 8. ΙΙ. Πετραῖος, ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Θεσσαλίᾳ ὡς διασχίσαντος τοὺς βράχους τῶν Τεμπῶν καὶ ξηράναντος τὴν Θεσσαλίαν, Πινδ. Π. 4. 245.
Middle Liddell
πετραῖος, η, ον [from πέτρα
I. of a rock, Hes.: living on or among the rocks, Od.; Νύμφαι π. rock- Nymphs, Eur.
2. of rock, rocky, τάφος π. Soph.; π. δειράς, λέπας, χθών, ἄντρα, etc., Trag.
II. Πετραῖος, epithet of Poseidon in Thessaly, who clave the rocks of Tempe, Pind.