πλαίσιο

Greek Monolingual

το /πλαίσιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. τετράπλευρο ή και άλλου σχήματος περιθώριο το οποίο περιβάλλει οποιοδήποτε ομοιόσχημο κατασκεύσμα ή αντικείμενο
2. σκελετός από ξύλο, μέταλλο ή και άλλο υλικό ο οποίος περιβάλλει, συγκρατεί, προφυλάσσει ή και διακοσμεί ένα αντικείμενοπλαίσιο κεντήματος»)
3. διακοσμητικό περίβλημα φωτογραφίας ή ζωγραφικού πίνακα, κν. κορνίζα
4. (οικοδ.) φέρουσα κατασκευή αποτελούμενη από οριζόντιες, κατακόρυφες ή και πλάγιες άκαμπτες ράβδους, ράβδους, δηλ. από ξύλο, χάλυβα ή, κυρίως, οπλισμένο σκυρόδεμα, που συνδέονται μεταξύ τους σε άκαμπτους κόμβους και συγκροτούν απλό, πολλαπλό ή πολυώροφο δομικό σκελετό
5. τεχνολ. χαλύβδινος, συνήθως, σκελετός πάνω στον οποίο προσαρμόζονται, άμεσα ή έμμεσα, τα λοιπά εξαρτήματα μηχανής ή οχήματος
6. η βάση προσαρμογής τών λειτουργικών εξαρτημάτων ραδιοφώνου ή άλλης ηλεκτρονικής συσκευής, η οποία λειτουργεί ως ισοδυναμική επιφάνεια εξισορροπώντας ανεπιθύμητες διαφορές δυναμικού μεταξύ τών διαφόρων εξαρτημάτων
7. (ραδιοηλ.) τύπος κατευθυνόμενης κεραίας, με τετραγωνική, εξαγωνική ή κυκλική μορφή, η οποία αποτελείται από μία ή περισσότερες σπείρες μονωμένου σύρματος
8. αρχιτ. ανάγλυφο περίβλημα κτίσματος από λαξευτές πέτρες, γύψο, μπετόν ή μέταλλο
9. μτφ. το όριο ή τα όρια εντός τών οποίων υπάρχει ή γίνεται κάτιενεργώ εντός τών πλαισίων του νόμου»)
10. φρ. «δειγματοληπτικό πλαίσιοσκελετός]» — ένας κατάλογος λ.χ. τών υπαλλήλων πολλών ομοειδών επιχειρήσεων, τών καταστημάτων ή και τών οικιών μιας πόλης ή, ακόμη, κατάλογος που αναφέρεται σε καλώς προσδιορισμένες γεωγραφικές περιοχές, από όπου στη συνέχεια θα επιλεγούν οι κατάλληλες μονάδες του δείγματος
αρχ.
1. τετράπλευρο επίμηκες κατασκεύασμα που χρησιμοποιούσαν στην πλινθοποιία, καλούπι κατασκευής πλίνθων
2. κάθε επίμηκες τετράπλευρο κατασκεύασμα
3. επίμηκες ικρίωμα ή εξέδρα
4. παράταξη στρατιωτών σε επίμηκες ή ισόπλευρο τετράγωνο σχήμα
5. στον πληθ. τὰ πλαίσια
οι σκελετοί στους οποίους ήταν τοποθετημένοι οι άξονες του Σόλωνος, δηλαδή οι ξύλινοι πίνακες τών νόμων στην Αθήνα, οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι έτσι ώστε να περιστρέφονται
6. φρ. «ἐν πλαισίῳ»
i) σε τετράγωνο σχήμα
ii) σε ετερόμηκες σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με το θ. τών λ. πλατύς, πλάτος κ.λπ. φαίνεται ελάχιστα πιθανή].