πλωτήρας

Greek Monolingual

ο / πλωτήρ, -ῆρος, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια του νερού
2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας
3. ωκεαν. συσκευή που χρησιμοποιείται στην ωκεανογραφία για τη μέτρηση της κίνησης τών ρευμάτων
4. τεχνολ. κοίλη μεταλλική ή πλαστική σφαίρα, ή κοίλος μεταλλικός ή πλαστικός κύλινδρος, που ρυθμίζει, ανοίγει ή κλείνει τη ροή του νερού ή άλλου υγρού σε υδαταποθήκες ή δεξαμενές άλλων υγρών
5. φρ. «πλωτήρας του εξαεριωτή»
(αυτοκιν.) υδατοστεγής και ελαφρός κοίλος μεταλλικός κύλινδρος που ρυθμίζει τη ροή του καυσίμου μέσα στον εξαεριωτή του αυτοκινήτου
μσν.-αρχ.
1. κολυμβητής
2. ως επίθ.
αυτός που πλέει
αρχ.
1. ναυτικός
2. κωπηλάτης
3. στον πληθ. Πλωτῆρες
προσωνυμία τών Διοσκούρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλω- του πλώω «πλέω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρωτήρ). Η λ. με τη νεοελλ. τεχνολ. σημ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. flotteur (< ρ. flotter «επιπλέω» < flot «κύμα»). Ο τ., τέλος, με τη ναυτ. σημ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Βύρων].