πομπαῖος

English (LSJ)

α, ον,
A escorting, conducting, πομπαῖος οὖρος a fair wind, Pi.P.1.34; so of a ship, εἰς ὅρμους… ἐλάτα π. E.IA1322 (lyr.).
II epithet of Hermes, who escorted the souls of the dead to the nether world, A.Eu.91, S.Aj.832, E.Med.759 (anap.), D.L.8.31.

German (Pape)

[Seite 678] auch 2 Endgn, geleitend; οὖρος, Pind. P. 1, 34, d. i. günstiger Wind; der Führer, Aesch. Eum. 91; Ἑρμῆς, Soph. Ai. 819, der die Seelen der Abgeschiedenen in die Unterwelt geleitete, wie Eur. Med. 759, der auch ἐλάταν πομπαίαν vrbdt, I. A. 1323, vom Schiffe; – τὰ πομπαῖα ἄγειν, Eust., = πομπεύω.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui conduit, ép. d'Hermès, conducteur des âmes aux enfers.
Étymologie: πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπαῖος -α -ον [πομπή] begeleidend:; πομπαῖον ἐλθεῖν οὔρον dat er een gunstige wind komt Pind. P. 1.34; subst. begeleider (van de zielen), epithet van Hermes.

Russian (Dvoretsky)

πομπαῖος:
1 ведущий, провожающий, сопровождающий (Ἑρμῆς Aesch., Soph.);
2 везущий, увозящий (ἐλάτα Eur.);
3 сопутствующий, попутный (οὖρος Pind.).

English (Slater)

πομπαῖος favourable ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρώτα χάρις πομπαῖον ἐλθεῖν οὖρον (P. 1.34)

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει
2. (το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ψυχοπομπός, αυτός που συνοδεύει τις ψυχές τών πεθαμένων στον Άδη
3. (για άνεμο) ούριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή / πομπός + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δρομαίος)].

Greek Monotonic

πομπαῖος: -α, -ον (πομπή),
I. αυτός που συνοδεύει, σε Ευρ.· πομπαῖος οὖρος, ούριος άνεμος, ευνοϊκός άνεμος, σε Πίνδ.
II. λέγεται για τον Ερμή, που συνοδεύει τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πομπαῖος: -α, -ον, (πομπὴ) ὁ προπέμπων, συνοδεύων, π. οὖρος, οὔριος ἄνεμος, Πινδ. Π. 1. 66· οὕτως ἐπὶ πλοίου, ἐς Τροίαν... ἐλάτα π. Εὐρ. Ι. Α. 1322, πρβλ. πομπεύς· π. στρατηγὸς Ἑλλ. Ἐπιγρ. 3348. ΙΙ. ἐπίθ. τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ συνοδεύοντος καὶ ὁδηγοῦντος τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ὡς τὸ ψυχοπομπός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 91, Σοφ. Αἴ. 832, ἴδε Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 742.

Middle Liddell

πομπαῖος, η, ον πομπή
I. escorting, conveying, Eur.; π. οὖρος a fair wind, Pind.
II. of Hermes, who escorted the souls of the dead, Aesch., Soph.

English (Woodhouse)

escorting, bringing on one's way, escorting on the way