πρυτανεία

English (LSJ)

(A), Ion. πρυτανηΐη, ἡ,
A presidency, at Athens the period during which the πρυτάνεις of each φυλή in turn presided in the βουλή and ἐκκλησία, Antipho 6.45, And.1.73; ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (sc. τῆς Πανδιονίδος) Decr. ap. D.24.27, cf. Lex ib.39, IG12.57.53,al., 22.212.4, 223 A4, al.: also κατὰ πρυτανείαν by presidencies, i.e. every 35 or 36 days, Lys.30.5, D.59.27; ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ πρυτανείαν IG22.120.16, al.; καθ' ἑκάστην πρυτανείαν Aeschin.3.25.
II office or government of πρυτάνεις, at Miletus, Arist.Pol.1305a17; at Rhodes, Plu.2.813d (pl.); at Halicarnassus, SIG1015.2; at Mytilene, IG 12(2).68.
2 any public office held by rotation for given periods; πρυτανεία τῆς ἡμέρης the chief command for the day, held by each general in turn, Hdt.6.110.

(B), ἡ, fem. of πρυτάνειος, title of Ἑστία at Syros, IG12(5).659.10.

German (Pape)

[Seite 802] ἡ, ion. πρυτανηΐη, die Prytanie, die Zeit von 35 oder 36 Tagen, während welcher jede der 10 φυλαί in Athen, nach dem Loose abwechselnd, einmal im Jahre die Geschäfte des Rates der Fünfhundert leitete (s. πρύτανις); die sechs ersten Prytanien waren von 35, die vier letzten von 36 Tagen, im Schaltjahre des metonischen Cyclus jene von 38, diese von 39 Tagen, Böckh's Staatshh. II p. 176. 195; Harpocr. In den Staatsdocumenten werden die Tage nach diesen Prytanien gezählt, z. B. Dem. 24, 27, ἐπὶ τῆς Πανδιονίδος πρώτης, ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας, Ἐπικράτης εἶπεν; auch ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ πρυτανείαν, ib. 63. – Daher jedes nach gewissen Zeitabschnitten regelmäßig wechselnde öffentliche Amt, so bei Her. 6, 110 die von einem Tage zum andern wechselnde Oberfeldherrnwürde, der eintägige Vorsitz der einzelnen Feldherren; Schol. Thuc. 4, 118, ἡμέρα, καθ' ἣν ἔχει τις ἐξουσίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prytanie :
1 durée du pouvoir des prytanes à Athènes (35 à 36 jours) période durant laquelle les prytanes de chaque tribu présidaient tour à tour le Sénat et l'Assemblée : κατὰ πρυτανείαν, par périodes de prytanie, càd tous les 35 ou 36 jours;
2 charge de prytane;
3 p. ext. succession ou alternance quotidienne du commandement.
Étymologie: πρυτανεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρυτανεία -ας, ἡ, Ion. πρυτανηΐη [πρυτανεύω] prytanie (voorzitterschap van Raad of volksvergadering in Athene); als tijdsaanduiding. κατὰ πρυτανείαν per (periode van) prytanie Lys. 30.5. regentschap (in Milete). Aristot. Pol. 1305a17. wisselend opperbevel:. π. τῆς ἡμέρης opperbevel van de dag Hdt. 6.110.

Russian (Dvoretsky)

πρῠτᾰνείᾱ: ион. πρῠτᾰνηΐη ἡ притания:
1 срок председательствования пританея (от каждой из десяти фил в афинской βουλή и ἐκκλησία - 35 дней для первых шести, 36 - для остальных четырех, а в високосном году, соотв., 38 и 39 дней; порядок председательствования фил определялся на каждый год жребием): ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (τῆς Πανδιονίδος) Dem. в одиннадцатый день председательствования (филы) Пандиониды; κατὰ πρυτανείαν λόγον ἀναφέρειν Lys. представлять отчет о (проведенной) притании; ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ πρυτανείαν Dem. секретарь (избранный на срок) притании;
2 звание или обязанности пританея Arst., Plut.;
3 очередь начальствования или командования: πρίν γε δὴ αὐτοῦ π. ἐγένετο Her. (Мильтиад не завязывал сражения), пока очередь (главного) командования не дошла до него.

Greek (Liddell-Scott)

πρῠτᾰνεία: Ἰων. -ηίη, (πρυτανεύω) ἡ, προεδρία ἥτις ἐν Ἀθήναις διήρκει 35 ἢ 36 ἡμέρας, δηλ. τό 1/10 περίπου τοῦ ἔτους καθ’ ὃ οἱ πρυτάνεις ἑκάστης φυλῆς ἐξ ὑπαμοιβῆς προήδρευον ἐν τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ (ἴδε πρύτανις ΙΙ), Ἀντιφῶν 146. 38, Ἀνδοκ. 10. 17, κτλ. Αἱ ἓξ πρῶται πρυτανεῖαι τοῦ ἔτους ἀπετελοῦντο ἐξ ἡμερῶν 35, αἱ δὲ τελευταῖαι τέσσαρες ἐκ 36 ἢ (κατὰ τὸ ἐμβόλιμον ἔτος τοῦ κύκλου τοῦ Μέτωνος) αἱ πρῶται ἐκ 38 ἡμερῶν καὶ αἱ τελευταῖαι ἐκ 39, Herm. Pol. Ant. §127. 6, - Οὕτως αἱ ἡμέραι τῶν πρυτανειῶν ἠριθμοῦντο ὡς αἱ τῶν ἡμετέρων μηνῶν, ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (δηλ. τῆς Πανδιονίδος) παρὰ Δημ. 708. 21, πρβλ. 712. 18, Συλλ. Ἐπιγρ. 122. 4., 124, 148. 3, κ. ἀλλ.· -ὡσαύτως, ἐπὶ τῆς Ἀντιοχίδος ἑνδεκάτης πρυτανείας, κατὰ τὴν ἑνδεκάτην πρυτανείαν, δηλ. κατὰ τὴν ἑνδεκάτην ἡμέραν τὴς πρυτανείας τῆς Ἀντιοχίδος φυλῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 111, πρβλ. 85b (Προσθῆκ.), 115. 10· ὡσαύτως, κατὰ πρυτανείαν, δηλ. κατὰ 35 ἢ 36 ἡμέρας, Λυσί. 183. 27, Δημ. 1353. 25· ὁ γραμματεὺς ὁ κατὰ πρ. Συλλ. Ἐπιγρ. 107. 38., 112. 20., 113. 2· καθ’ ἑκάστην πρ. Αἰσχίν. 57. 23· - πρβλ. Clinton F. H. 2 append. 19, σ. 388 κἑξ. ΙΙ. τὸ ἀξίωμα ἢ ἡ κυβέρνησις τῶν πρυτάνεων ἐν Μιλήτῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 5, 8· ἐν Ρόδῳ, Πλούτ. 2. 813D· ἐν Ἁλικαρνασσῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2656· ἐν Μυτιλήνῃ, αὐτόθι 2189. 2) πᾶν δημόσιον ἀξίωμα ἔχον διάρκειαν ὡρισμένην, ὅθεν παρ’ Ἡροδ. 6. 110, πρυτ. τῆς ἡμέρης, ἡ ἀρχιστρατηγία, ἣν ἕκαστος στρατηγὸς ἤσκει ἐκ διαδοχῆς. - Περὶ τῆς λέξεως πρυτανεία καθόλου ἴδε Φώτιον, Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ., ἴδε προσέτι Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. (ἔκδ. Blass) 62, 16. 63, 5. 64, 15. 67, 14, 18. 68, 3. 7 κἑξ. 69, 9. 77, 11. 14. 89, 17.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α πρυτανεύω
(στην αρχ. Αθήνα)
1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 του έτους
2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών πρυτάνεων στη Μίλητο, στη Ρόδο, στην Αλικαρνασσό και στη Μυτιλήνη
3. κάθε δημόσιο αξίωμα το οποίο διαρκούσε ορισμένο χρονικό διάστημαπρυτανηΐη τῆς ἡμερης»
[στην Αθήνα] η ανά μία μέρα προεδρία ή αρχιστρατηγία καθενός από τους 10 στρατηγούς
νεοελλ.
1. το αξίωμα του πρυτάνεως, του προϊσταμένου της διοίκησης πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατελεί κανείς πρύτανης
3. (κατ' επέκτ.) οι υπηρεσίες που υπάγονται στη δικαιοδοσία του πρύτανη ανώτερης ή ανώτατης σχολής
αρχ.
φρ. «κατά πρυτανείαν» — κατά το χρονικό διάστημα της θητείας τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς φυλής τών Αθηνών.
(II)
ἡ, Α
(στη Σύρο) προσωνυμία της θεάς Εστίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρυτανεῖον, λόγω του ότι θεωρούσαν τη θεά προστάτιδα του πρυτανείου].

Greek Monotonic

πρῠτᾰνεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (πρυτανεύω
I. πρυτανεία ή προεδρία· στην Αθήνα διαρκούσε 35 ή 36 ημέρες, περίπου δηλαδή το ένα δέκατο του έτους, κατά τη διάρκεια του οποίου οι πρυτάνεις κάθε φυλῆς, προήδρευαν εκ διαδοχής στη βουλὴν και την ἐκκλησίαν, σε Ρήτ.· ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (ενν. τῆς Πανδιονίδος), την ενδέκατη μέρα της προεδρίας της Πανδιονίδας φυλής, σε Δημ.
II. οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα που έχει ορισμένη διάρκεια, πρυτανεία τῆς ἡμέρης, η αρχιστρατηγία της ημέρας που ασκείτο εκ διαδοχής, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πρῠτᾰνεία, Ionic -ηίη, ἡ, πρυτανεύω
I. the prytany or presidency, at Athens a period of 35 or 36 days, about 1/10 of a year, during which the prytanes of each φυλή in turn presided in the βουλή and ἐκκλησία, Oratt.; ἑνδεκάτῃ τῆς πρυτανείας (sc. τῆς Πανδιονίδοσ) on the 11th of the presidency of the Tribe Pandionis, Dem.
II. any public office held by rotation, πρ. τῆς ἡμέρης the chief command for the day, held by each general in turn, Hdt.