πρόσγειος
English (LSJ)
Dor. ποτίγειος, ον, (γέα, γῆ)
A near the earth, of the moon, ποτιγειοτάτα Ti.Locr.96d, cf. Stoic.2.196 (Comp.); -ότερος, of a planet, Arist.Mu.392a16, cf. Cleom.2.6 (Sup.); -ότατος ἡμῖν ὁ καρκίνος Porph. Antr.21; -όταται πτήσεις Ph.2.114, cf. Plu.2.727f; ψυχαί Ph.1.641; τὰ π. mundane things, opp. μετάρσια, Placit.3.8.2; ἡ π. περὶ τὸν ἀέρα ταχυτής Porph. ap. Eus.PE3.11.
II keeping inshore, of fish, opp. πελάγιος, Arist.HA525a15, 598a2; οἱ π. τόποι τῆς θαλάσσης ib.598a7; τὰ π. ib.597a17; of islands, Id.Mete.368b33; of sea-plants, Thphr. HP4.6.2, Dsc.4.179 (Comp.).
III near the ground, ταπεινὸς καὶ π. Luc.Prom.1.
German (Pape)
[Seite 754] 1) an der Erde, niedrig, auch der Erdkugel nahe, σελάνα ποτιγειοτάτα ἐστίν, Tim. Locr. 96 d; Zeno bei Diog. L. 7, 145; neben ταπεινός, Luc. Prom. 1. – 2) nahe am Lande, ἐκ τῶν προσγείων εἰς τὸ πέλαγος, Arist. H. A. 8, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 voisin de la terre;
2 qui reste près de la terre, humble, bas.
Étymologie: πρός, γῆ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσγειος -ον [πρός, γῆ] vlak bij de aarde:. ὁ δὲ Φαέθων... πρόσγειος ἡνιόχεεν Phaëthon stuurde de (zonne)wagen vlak langs de aarde Luc. 48.19. laag bij de grond:; τὰ φυτὰ μέχρι μὲν πρόσγεια... ἐστι zolang de planten laag blijven Luc. 37.20; overdr.. μηδὲ ὑψηλὰ ἐφρόνησαν ἀλλὰ πρόσγεια zij hebben geen verheven gedachten gehad, maar alledaagse Luc. 22.23.
Russian (Dvoretsky)
πρόσγειος: дор. προτίγειος 2
1 близкий к земле (σελήνη Plat.; θαλάσσης τόποι Arst.);
2 прибрежный (νῆσοι Arst.); держащийся близко к берегу (πολύποδες Arst.);
3 низменный, низкий (ταπεινὸς καὶ π. Luc.): π. πτῆσις Plut. низкий полет (ласточки).
Greek Monolingual
-ο / πρόσγειος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -εια, Ν, δωρ. τ. ποτίγειος, -ον, Α
1. (για τη σελήνη, τους πλανήτες κ.ά. ουράνια αντικείμενα) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη («προσγειότατος ἡμῖν ὁ καρκίνος», Πορφ.)
2. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στο έδαφος («πρόσγειος όροφος»)
3. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά στην ξηρά (α. «πρόσγεια βολή» β. «οἱ τόποι οἱ πρόσγειοι τῆς θαλάττης», Αριστοτ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρόσγεια
έκταση της θάλασσας που βρίσκεται κοντά στη στεριά («ἐν δὲ τῷ θέρει ἐκ τῶν προσγείων εἰς τὸ πέλαγος φεύγοντες τὴν ἀλέαν», Αριστοτ.)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ανθρώπινα, σε αντιδιαστολή προς τα μετάρσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + -γειος (< γῆ), πρβλ. ὑπόγειος].
Greek Monotonic
πρόσγειος: Δωρ. προτί-γειος, -ον (γῆ), αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη, κοντά στο έδαφος, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσγειος: Δωρ. προτίγειος, ον, (γέα γῆ), ὁ πλησίον τῆς γῆς, ἐπὶ τῆς σελήνης, προσγειοτάτα Τίμ. Λοκρ. 96D, Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 145· προσγειότερος, ἐπὶ πλανήτου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 7. ΙΙ. ὁ πλησίον τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ ἰχθύων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πελάγιος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 26., 8. 13, 1· οἱ πρ. θαλάσσης τόποι αὐτόθι 8. 13, 2· τὰ πρόσγεια αὐτόθι 8. 12, 5· ἐπὶ νήσων, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 43. ΙΙΙ. ὁ πλησίον τοῦ ἐδάφους τῆς γῆς, ταπεινὸς καὶ πρ. Λουκ. Προμ. 1.
Middle Liddell
πρόσ-γειος, δοριξ προτί-γειος, ον, [γῆ]
near the earth, near the ground, Luc.