πόμπιμος

English (LSJ)

πόμπιμον, also α, ον E.Hipp.578 (lyr.), Ph.1711 (lyr.): (πομπή):—
A conducting, escorting, guiding, A.Th.371, 855; π. κῶπαι S.Tr.560; πνοαί E.Hec.1290, Hel.1073; π. ὁ δαίμων Id.Ph.984; π. ἔχειν τινά ib.1711 (lyr.): c. gen., φίλων π. χώρα a land that lends escort to friends, Id.Med.848 (lyr.); νόστου πόμπιμον τέλος the homesending end of one's return, i.e. one's safe return home, Pi.N.3.25.
II Pass., sent, conveyed, τινι to one, S.Tr.872, cf. E.Hipp. 578 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 679] auch 2 Endgn, entsendend, heimsendend; νόστου πόμπιμον τέλος, das Ziel der Heimkehr, Pind. N. 3, 24; διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν, Aesch. Spt. 371; auch ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, 837; πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων, Soph. Trach. 557; Eur., z. B. πνοαί, Hec. 1290; – pass., gesendet, geschickt, κακῶν ἦρξεν τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον, Soph. Trach. 869; vgl. Eur. Med. 848. – Auch in späterer Prosa, wie Plut., der es mit πορεύσιμον ὄχημα verbindet, de cap. ex host. utilit. p. 270.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 qui envoie, qui transporte, qui conduit, qui escorte ; qui accueille, hospitalier pour, gén.;
2 envoyé, transmis.
Étymologie: πομπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόμπῐμος -ον [πομπή] f. ook -ᾱ begeleidend, zendend:; πόμπιμαι κῶπαι roeiriemen die het schip voortbewegen Soph. Tr. 560; πνοαὶ πόμπιμοι begeleidende winden Eur. Hec. 1290; overdr.. διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν de voetgewrichten voortjagend die hem hierheen brengen Aeschl. Sept. 371; φίλων πόμπιμος χώρα een land dat zijn vrienden een vrijgeleide geeft Eur. Med. 848; πόμπιμος ὁ δαίμων de godheid (is) jouw begeleider Eur. Phoen. 984. gezonden:. πομπίμα φάτις de tijding die gezonden is Eur. Hipp. 578.

Russian (Dvoretsky)

πόμπῐμος: и 3
1 ведущий, провожающий, сопровождающий (ὁ δαίμων Eur.): πόμπιμον ἔχειν τινά Eur. иметь кого-л. проводником;
2 сопутствующий (πίτυλος Aesch.);
3 попутный (πνοαί Eur.);
4 посланный (τὸ δῶρον Ἡρακλεῖ τὸ πόμπιμον Soph.): πομπίμα φάτις δωμάτων Eur. доносящаяся из дворца речь;
5 служащий средством передвижения (ὄχημα Plut.);
6 обеспечивающий возвращение, приводящий домой (κῶπαι Soph.): νόστου πόμπιμον τέλος Pind. (благополучное) возвращение домой;
7 дающий приют (страннику), гостеприимный (χώρα Eur.).

English (Slater)

πόμπῐμος sending back c. gen. ἰδίᾳ τ' ἐρεύνασε τεναγέων ῥοάς, ὁπᾷ πόμπιμον κατέβαινε νόστου τέλος i. e. arrived at the end point that sent him back on his homecoming (contra v. d. Mühll, MH 1968, 230.) (N. 3.25)

Greek Monolingual

-ον και πόμπιμος, -ίμα, -ον, Α πομπή / πομπός
1. αυτός που προπέμπει, που συνοδεύει, που οδηγεί κάποιον
2. αυτός που αποστέλλει κάποιον
3. αυτός που έχει συνοδευθεί, που έχει οδηγηθεί κάπου
4. αυτός που έχει αποσταλεί κάπου
5. αυτός με τον οποίο συνοδεύεται ή οδηγείται κάτι.

Greek Monotonic

πόμπῐμος: -ον και -η, -ον (πομπή),
I. αυτός που συνοδεύει, σε Τραγ.· με γεν., πομπίμη χώρα φίλων, χώρα που παρέχει συνοδεία σε φίλους, σε Ευρ.· νόστου πόμπιμον τέλος, αποστολή για την επιστροφή κάποιου στην πατρίδα, δηλ. ασφαλής επιστροφή στην πατρίδα, σε Πίνδ.
II. Παθ., σταλμένος, συνοδευόμενος, σε Σοφ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πόμπῐμος: -ον, ὡσαύτως η, ον, Εὐρ. Ἱππ. 578, Φοίν. 1711· (πομπή)· ὁ παραπέμπων, συνοδεύων, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, 855· π. κῶπαι Σοφ. Τρ. 560· πνοαὶ Εὐρ. Ἑκάβ. 1290, Ἑλ. 1073· π. ὁ δαίμων ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 984· π. ἔχειν τινὰ αὐτόθι 1711· ― μετὰ γεν., π. χώρα φίλων, χώρα παρέχουσα συνοδείαν εἰς φίλους, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 848· νόστου πόμπιμον τέλος, ἡ μετ’ ἀσφαλείας ἐπιστροφή τινος εἰς τὴν πατρίδα του, Πινδ. Ν. 3. 43· πρβλ. πομπὴ Ι. 2, καὶ ἴδε προσαιθρίζω. ΙΙ. Παθ., πεμπόμενος, συνοδευόμενος, φερόμενος, τινι, εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 872, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 578.

Middle Liddell

πόμπῐμος, ον, πομπή
I. conducting, escorting, guiding, Trag.:—c. gen., π. χώρα φίλων a land that lends escort to friends, Eur.; νόστου πόμπιμον τέλος the home-sending end of one's return, i. e. one's safe return, Pind.
II. pass. sent, conveyed, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

escorting, bringing on one's way, escorting on the way