σκηνοπηγία

English (LSJ)

ἡ,
A setting up of tents: nest-building, ἡ τῆς χελιδόνος σκηνοπηγία Arist.HA612b22.
2 feast of tents or feast of tabernacles, LXX De.16.16, 2 Ma.1.9, Ev.Jo.7.2, J.AJ 11.4.1, al.; σύλλογος τῆς σκηνοπηγίας CIG5361 (Egypt, Jewish).

German (Pape)

[Seite 895] ἡ, 1) das Aufschlagen, Errichten eines Zeltes, auch eines Nestes, Arist. H. A. 9, 7. – 2) das Lauberhüttenfest, auch σκηνοπήγια, τά, LXX.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 action de dresser une tente ; construction d'un nid;
2 fête des Tabernacles, chez les Juifs.
Étymologie: σκηνή, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνοπηγία -ας, ἡ [σκηνή, πήγνυμι] het bouwen van een tent, spec. van een tabernakel; loofhuttenfeest. NT Io. 7.2.

Russian (Dvoretsky)

σκηνοπηγία:
1 досл. разбивка шатров, перен. постройка гнезда (ἡ τῆς χελιδόνος σκηνοπηγία Arst.);
2 праздник Кущей NT.

English (Strong)

from σκῆνος and πήγνυμι; the Festival of Tabernacles (so called from the custom of erecting booths for temporary homes): tabernacles.

English (Thayer)

σκηνοπηγίας, ἡ (σκηνή and πήγνυμι, cf. the construction of a tabernacle or tabernacles: ἡ τῆς χελιδονος, the skill of the swallow in building its nest, Aristotle, h. a. 9,7 (p. 612{b}, 22).
2. the feast of tabernacles: BB. DD., under the word Month>), partly to perpetuate the memory of the time when their ancestors after leaving Egypt dwelt in tents on their way through the Arabian desert (הַסֻּכּות חַג (ἡ) ἑορτή (τῆς) σκηνοπηγίας, Josephus, Antiquities 4,8, 12; (ἡ) ἑορτή (τῶν) σκηνῶν, σκηναί, Philo de septenar. § 24; ἡ σκηνοπηγία, הַאָסִיף חַג, i. e. 'the feast of ingathering' namely, of fruits. (Cf. BB. DD. (especially Ginsburg in Alex.'s Kitto); Edersheim, The Temple, chapter xiv.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ σκηνοπηγῶ
1. εγκατάσταση σκηνών
2. φρ. «σκηνοπηγίας εορτή» — γιορτή τών Εβραίων σε ανάμνηση της διαμονής τους σε σκηνές μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο στην έρημο του Σινά
αρχ.
κτίσιμο φωλιάς («οἷον πρῶτον ἐπὶ τῶν ὀρνίθων ἡ τῆς χελιδόνος σκηνοπηγία», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

σκηνοπηγία: ἡ, στήσιμο σκηνής· η εορτή της Σκηνοπηγίας ή τὰσκηνοπήγια, εβραϊκή γιορτή, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

σκηνοπηγία: ἡ, τὸ στήνειν σκηνάς, ἱδρύειν ἢ κτίζειν φωλεάν, ἡ τῆς χελιδόνος σκ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 1. 2) ἡ ἑορτὴ τῶν σκηνῶν παρὰ τοῖς Ἰσραηλίταις, Ἑβδ. (Δευτερ. ΙϚ΄, 16, Β΄, Μακκ. Α΄, 9), Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 2· ὁ σύλλογος τῆς σκ. Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5361· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. καὶ σκηνοπήγια, τὰ.

Wikipedia EN

Sukkot, also known as the Feast of Tabernacles or Feast of Booths, is a Torah-commanded holiday celebrated for seven days, beginning on the 15th day of the month of Tishrei. It is one of the Three Pilgrimage Festivals on which Israelites were commanded to make a pilgrimage to the Temple in Jerusalem. Biblically an autumn harvest festival and a commemoration of the Exodus from Egypt, Sukkot’s modern observance is characterized by festive meals in a sukkah, a temporary wood-covered hut.

The names used in the Torah are "Festival of Ingathering" (or "Harvest Festival", Hebrew: חַג הָאָסִיף, romanized: ḥag hāʾāsif) and "Festival of Booths" (Hebrew: חג הסכות, romanized: Ḥag hasSukkōṯ). This corresponds to the double significance of Sukkot. The one mentioned in the Book of Exodus is agricultural in nature—"Festival of Ingathering at the year's end" (Exodus 34:22)—and marks the end of the harvest time and thus of the agricultural year in the Land of Israel. The more elaborate religious significance from the Book of Leviticus is that of commemorating the Exodus and the dependence of the Israelites on the will of God (Leviticus 23:42–43).

The holiday lasts seven days. The first day (and second day in the diaspora) is a Shabbat-like holiday when work is forbidden. This is followed by intermediate days called Chol HaMoed, during which certain work is permitted. The festival is closed with another Shabbat-like holiday called Shemini Atzeret (one day in the Land of Israel, two days in the diaspora, where the second day is called Simchat Torah).

The Hebrew word sukkoṯ is the plural of sukkah ('booth' or 'tabernacle') which is a walled structure covered with s'chach (plant material, such as overgrowth or palm leaves). A sukkah is the name of the temporary dwelling in which farmers would live during harvesting, reinforcing agricultural significance of the holiday introduced in the Book of Exodus. As stated in Leviticus, it is also reminiscent of the type of fragile dwellings in which the Israelites dwelled during their 40 years of travel in the desert after the Exodus from slavery in Egypt. Throughout the holiday, meals are eaten inside the sukkah and many people sleep there as well.

On each day of the holiday it is a mitzvah, or commandment, to 'dwell' in the sukkah and to perform a shaking ceremony with a lulav (a palm frond, then bound with myrtle and willow), and an etrog (the fruit of a citron tree) (collectively known as the four species). The fragile shelter, the 'now-three-item' lulav, the etrog, the revived Simchat Beit HaShoeivah celebration's focus on water and rainfall and the holiday's harvest festival roots draw attention to people's dependence on the natural environment.

Wikipedia EL

Σκηνοπηγία ή εορτή της Συγκομιδής ή εορτή των Σκηνών, ονομαζόταν και ονομάζεται η τελευταία από τις τρεις μεγάλες γιορτές των Ιουδαίων, μετά το Πάσχα και την Πεντηκοστή, διάρκειας επτά ημερών, που "τελείται προς ευχαριστίαν για την συγκομιδή των καρπών και προς ανάμνηση της καθοδήγησης του Ισραήλ από τον Θεό στην Έρημο του Σινά μετά την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο και την διαμονή τους σε σκηνές.".

Ήταν ετήσια γιορτή και ξεκινούσε πέντε μέρες μετά την Γιομ Κιπούρ (ημέρα του Εξιλασμού), δηλ. τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Οκτωβρίου), του έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου. Ο Ιώσηπος την χαρακτηρίζει ως "εορτήν σφόδρα παρά τοις Εβραίοις αγιωτάτην και μεγίστην".

Την εποχή της τελικής εκδόσεως του Λευϊτικού (6ος αι. π.Χ.), εορταζόταν μόνο στην Ιερουσαλήμ. Κατά τη διάρκεια της στήνονταν σκηνές από κλαδιά στα δώματα των σπιτιών, στους δρόμους, τους κήπους και τις πλατείες και μέσα εκεί έμεναν μέχρι το τέλος της γιορτής. Έτσι, οι Εβραίοι μιμούμενοι τη διαβίωση του λαού τους μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, απέδιδαν ευχαριστίες στο Θεό για τις τότε θαυματουργικές εκδηλώσεις του. Επίσης, με αυτή την "χαναανιτικής προελεύσεως αγροτική εορτή, οι Ισραηλίτες με ευγνωμοσύνη έκλειναν τον τρύγο και την συγκομιδή των ελαιών το φθινόπωρο" ντύνοντας την όμως και "με μια σημασία δεμένη με τη σωτηρία του Ισραήλ [που] θυμίζει το νομαδικό παρελθόν και την περιπλάνηση του λαού μέσα στην έρημο".

Chinese

原文音譯:skhnophg⋯a 士咳挪-胚居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:帳棚-繫牢(著) 相當於: (סֻכָּה‎)
字義溯源:住棚節,住棚,支搭帳棚;由(σκῆνος)=茅舍)與(πήγνυμι)*=固定)組成,其中 (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚), (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具),或(σκιά)=蔭,影子*)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 住棚(1) 約7:2