σμάω

English (LSJ)

3sg. contr. σμῇ (ἐπισμάω) Cratin.90, Ar.Th.389; inf.
A σμῆν Luc.Lex.3; 3sg. Pass. σμῆται Antiph.148.4; but in Ion. and late Prose σμᾷ, σμᾶται, Hdt.9.110, Luc.Anach.29 (ἀπο-σμᾷ):—impf. ἔσμων (ἐξ-) Hdt.3.148: aor. ἔσμησα Alex.187.5:—Med., pres. part. σμώμενος Ar.Fr.360: aor. part. σμησάμενοι Hdt.4.73; Dor. part. σμᾱσαμένα Call.Lav.Pall.32; inf. ζμήσασθαι PEnteux.82.3 (iii B.C.): —Pass., pf. part. προεζμησμένος PSI10.1180.48 (ii A.D.). (Hence σμήχω, cf. ψάω, ψήχω, νάω, νήχω):—wipe with soap or cleanse with soap or cleanse with unguent (σμῆμα), ἀποπλύματι τὰς τρίχας D.S.5.28: metaph., σμήσας τε λεπτοῖς ἁλσί (sc. τὴν σηπίαν) Alex. l.c.:—Act. mostly found in compounds διασμάω, ἐκσμάω, ἐπισμάω:—more freq. in Med., σμησάμενοι τὰς κεφαλάς Hdt.4.73, cf. 9.110; λιπαρὸν σμασαμένα πλόκαμον Call. l.c.: abs., κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ Ar.Fr.360, cf. Antiph. l.c.σμῆσαι and σμῆμα are said by Phryn. (228) to be more Att. than σμῆξαι, σμῆγμα; but Moer. (p.336 P.) cites ῥύπτομαι, ῥύμμα as the true Att. words.
II wipe, wipe clean, τὴν κάρδοπον Luc.Lex.3.

German (Pape)

[Seite 910] fut. σμήσω, aor. p. immer von σμήχω, ἐσμήχθην, im praes. wird att. σμῶ, σμῇς, σμ ῇ contrahirt, vgl. Lob. Phryn. 61; – schmieren, reiben, streichen, einreiben; im med., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν, Her. 9, 110, sich den Kopf salben; λιπαρὸν σμασαμένα πλόκαμον, Callim. Lav. Pall. 32; – auch abwischen, σμησάμενοι τὰς κεφαλάς, als sie sich die Köpfe abgewischt hatten, Her. 4, 73; vgl. Valck. zu 3, 148 u. 7, 209. – Phryn. erkl. es für besser attisch als σμήχω, vgl. Lob. p. 253.

French (Bailly abrégé)

σμῶ :
seul. prés. et ao. ἔσμησα;
pour les autres temps, on se sert de σμήχω;
les Attiques contractent αε du prés. en η : σμῶ, σμῇς, σμῇ, etc. et inf. σμῆν;
frotter, enduire, oindre;
Moy. σμάομαι, σμῶμαι frotter, nettoyer sur soi ou pour soi : τὴν κεφαλήν HDT se laver ou se nettoyer la tête.
Étymologie: R. Σμα, frotter ; cf. σμήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμάω, zie σμήω.

Russian (Dvoretsky)

σμάω: (в атт. praes. αε переходит в η: σμῇς, σμῇ; aor. ἔσμησα, inf. σμῆν - med. σμῆσθαι; part. praes. med. σμώμενος)
1 натирать, умащивать (Arph., Diod.; σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν Her.);
2 вытирать, чистить (τὴν κάρδοπον Luc.).

Greek Monolingual

Α
βλ. σμῶ.

Greek Monotonic

σμάω: συνηρ. γʹ ενικ. σμῇ, απαρ. σμῆν, Παθ. γʹ ενικ. σμῆται· αλλά Ιων. σμᾷ, σμᾶν, σμᾶται· παρατ. ἔσμων, αόρ. αʹ ἔσμησα — Μέσ., μτχ. σμώμενος, αόρ. αʹ ἐσμησάμην· σφουγγίζω ή καθαρίζω με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή· το Ενεργ. όμως απαντά κατά κανόνα στα σύνθετα δια-, ἐκ-, ἐπι-σμάω — Μέσ., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν, πλένω ή επαλείφω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σμάω: γ΄ ἑνικ. συνῃρ. σμῇ (ἐπι-) Κρατῑν. ἐν «Κλεοβουλίναις» 9, Ἀριστοφ. Θεσμ. 389, ἀπαρ. σμῆν Λουκ. Λεξιφάν. 3· γ΄ ἑνικ. παθ. σμῆται Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθ.» 1· ἀλλὰ παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. πεζογράφοις σμᾷ, σμᾶται, Ἡρόδ. 9. 110, Λουκ. Γυμν. 29 (πρβλ. χράω C)· - ὁ Ἰων. τύπος σμέω εἶναι πιθανῶς ἐφθαρμένος, ἴδε Δινδ. π. Διαλ. Ἡρόδ. σ. 29· - παρατατ. ἔσμων (ἐξ-) Ἡρόδ. 3. 148· ἀόρ. ἔσμησα Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 3. - Μέσ., ἐνεστ. μετοχ. σμώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 326· ἀόριστ. ἐσμησάμην Ἡρόδ. 4. 73· Δωρικ. μετοχ, σμᾱσάμενος Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 32.
(Ἐκ τῆς √ΣΜΑ παράγεται καὶ τὸ σμήχω, πρβλ. ψάω ψήχω, νάω νήχω). Σπογγίζω ἢ καθαρίζω, πλύνω διὰ σάπωνος ἢ δι’ ἀλοιφῆς (σμῆμα), ἀποπλύματι τὰς τρίχας Διόδ. 5. 28· μεταφορ., σμήσας τε λεπτοῖς ἁλσὶ (ἐξυπακ. τὴν σηπίαν) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. εὕρηται τὸ πλεῖστον ἐν συνθέτοις δια-, ἐκ-, ἐπισμάω· - συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σμᾶσθαι τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 73., 9. 110· λιπαρὸν σμασάμενοι πλόκαμον Καλλ. Λουκ. Παλλ. 32· ἀπολ., κατέλιπον αὐτὴν σμωμένην ἐν τῇ πυέλῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 326, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθ.» 1. 4· - σμάομαι, σμῆμα λέγονται παρὰ Φρυνίχῳ Ἀττικωτέρᾳ τῶν σμήχομαι, σμῆγμα, ἴδε Λοβέκ. σ. 253· ὁ Μοῖρις ὅμως ἀναφέρει τὰ ῥύπτομαι, ῥύμμα ὡς τὰς γνησίας Ἀττ. λέξεις. ΙΙ. καθαρίζω, σπογγίζω, ἀποσπογγίζω, τὴν κάρδοπον Λουκ. Λεξιφάν. 3.

Frisk Etymological English

σμάομαι
Grammatical information: v.
Meaning: to rub (off), to wipe off, midd. also to rub oneself in, to anoint.
Other forms: (σμᾳ̃, σμᾶται Hdt. a. late; σμῃ̃, σμῆται Att. com.; σμῆν Luc.), aor. σμῆσαι, -ήσασθαι (mostly Ion. hell. a. late), Dor. ptc. σμασαμένα (Call.), perf. midd. ptc. προ-εζμησμένος (pap. IIp),
Compounds: also (esp. act.) with ἀπο-, ἐκ- a. o.
Derivatives: σμῆμα, Dor. (Theoc.) σμα̃μα n. cleanser, soap, ointment (Ar. Fr. 17, hell. a. late). -- With velar enlargement (Schwyzer 702 w. n. 5 a. lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 330): A. σμήχω, -ομαι (since ζ 226), aor. σμῆξαι, -ασθαι (Hp., hell. a. late), pass. σμηχθῆναι (Ar.), perf. midd. ptc. ἐσμηγμένος (Dsc.), also with ἀπο-, δια- a.o., id.. From this 1. νεό-σμηκ-τος newly polished (Ν 342 a.o.). 2. σμῆγμα = σμῆμα, with -ματώδης (Hp., late). 3. σμῆξις (ἀπό-) f. the rubbing off, cleaning (Str., Dsc. a. o.). 4. σμήκ-της m. one who rubs off (gloss.); -τρίς f. kind of fullers earth (Hp., com.), -τικός cleaning (medic.). -- B. σμώχω, σμῶξαι to bray, to grind (Ar., Nik.), after σώχω, ψώχω (?).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Following Persson, Stud. 11, 65, 155f. a. elsewhere Bq and WP. 2, 685, Pok. 966 (where further forms a. lit.) assuming a IE longdiphthong smēi- (resp. an interchange sm-ē-: sm-ei-) adduce a Germ. word group with the meaning stroke, besmear, also strike etc. with representatives in Goth. bi-, ga-smeitan, OHG smīzan etc.; neither phonetically nor semant. quite satisfactory; to this Lat. macula f. stain, blot (from *smǝ-tlā ?; W.-Hofmann s. v. with reservation).-- S. also σμῶδιξ and σμώνη. -- If the word were IE it would require *smeh₂-, smoh₂-.

Middle Liddell

to wipe or cleanse with soap or unguent; (but the Act. is mostly found in compounds δια-, ἐκ-, ἐπι-σμάὠ; — Mid., σμᾶσθαι τὴν κεφαλήν to wash or anoint one's head, Hdt.

Frisk Etymology German

σμάω: σμάομαι
{smáō}
Forms: (σμᾷ, σμᾶται Hdt. u. sp.; σμῇ, σμῆται att. Kom.; σμῆν Luk.), Aor. σμῆσαι, -ήσασθαι (vorw. ion. hell. u. sp.), dor. Ptz. σμασαμένα (Kall.), Perf. Med. Ptz. προεζμησμένος (Pap. IIp), auch (bes. Akt.)
Grammar: v.
Meaning: ‘(ab)reiben, abwischen’, Med. auch sich einreihen, salben.
Composita: mit ἀπο-, ἐκ- u. a.,
Derivative: Davon σμῆμα, dor. (Theok.) σμα̃μα n. Reinigungsmittel, Seife, Salbe (Ar. Fr. 17, hell. u. sp.). — Mit Gutturalerweiterung (Schwyzer 702 m. A. 5 u. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 330): A. σμήχω, -ομαι (seit ζ 226), Aor. σμῆξαι, -ασθαι (Hp., hell. u. sp.), Pass. σμηχθῆναι (Ar.), Perf. Med. Ptz. ἐσμηγμένος (Dsk.), auch mit ἀπο-, δια- u.a., ib.. Davon 1. νεόσμηκτος frisch poliert (Ν 342 u.a.). 2. σμῆγμα = σμῆμα, mit -ματώδης (Hp., sp.). 3. σμῆξις (ἀπό-) f. das Abreiben, Reinigen (Str., Dsk. u. a.). 4. σμήκτης m. Abreiber (Gloss.); -τρίς f. Art Walkerde (Hp., Kom.), -τικός reinigend (Mediz.). — B. σμώχω, σμῶξαι zerreiben, zermalmen (Ar., Nik.), nach σώχω, ψώχω.
Etymology: Unerklärt. Nach dem Vorgang Perssons, Stud. 11, 65, 155f. u. ö. wird von Bq und WP. 2, 685, Pok. 966 (wo weitere Formen u. Lit.) unter Ansetzung eines idg. Langdiphthongs smēi- (bzw. eines Wechsels sm-ē-: sm-ei-) eine germ. Wortgruppe der Bed. bestreichen, beschmieren, auch schlagen herangezogen mit Vertretern in got. bi-, ga-smeitan, ahd. smīzan u. a. m.; weder lautlich noch semantisch ganz befriedigend; dazu lat. macula f. Fleck, Mal (aus *smə-tlā?; W.-Hofmann s. v. mit Vorbehalt).—S. noch σμῶδιξ und σμώνη.
Page 2,748

Mantoulidis Etymological

(=σκουπίζω, καθαρίζω, ἀλείφω).
Παράγωγα: σμῆγμασμῆμα (=ὅ,τι χρησιμεύει γιά καθαρισμό, σαπούνι, ἀλοιφή), σμηκτικός, ἄσμηκτος, νεόσμηκτος, σμήχω (ἐκτεταμ. τυπ. τοῦ σμάω), σμῆξις (=πάστρεμα).