στιβάδα

Greek Monolingual

η / στιβάς, στιβάδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων»)
2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης στιβάδα» β. «στιβάδα του κερατοειδούς»)
3. φρ. α) «ανατρεπτική στιβάδα»
αστρον. υποθετικό στρώμα της ατμόσφαιρας του Ηλίου με την ύπαρξη του οποίου ερμηνεύεται η παρατηρούμενη μετατροπή του φάσματος εκπομπής τών κατώτερων ηλιακών στρωμάτων σε φάσμα απορρόφησης
β) «ατομικό πρότυπο στιβάδων»
φυσ.-χημ. απλοποιημένη περιγραφή της περιφερειακής δομής τών ατόμων, σύμφωνα με την οποία τα ηλεκτρόνια καταλαμβάνουν ορισμένες εκτεταμένες περιοχές στον χώρο γύρω από τους θετικά φορτισμένους και μεγάλης πυκνότητας πυρήνες τους
γ) «πυρηνικό πρότυπο στιβάδων»
φυσ. περιγραφή της δομής τών ατομικών πυρήνων κατά αναλογία με το ατομικό πρότυπο τών στιβάδων, σύμφωνα με την οποία οι πυρήνες τών ατόμων αποτελούνται από πρωτόνια και νετρόνια κατανεμημένα σε ενεργειακές στάθμες οι οποίες θεωρούνται πλήρεις όταν περιέχουν 2, 8, 20, 28, 50, 82 ή 126 νουκλεόνια
αρχ.
1. υπόστρωμα, στρώμα από άχυρα, σχοίνα, φύλλα κ.ά. παρόμοια υλικά απλωμένα ή στιβαγμένα μέσα σε ραμμένο ύφασμα (α. «ἀντὶ δὲ κλίνης στιβάδα σχοίνων κόρεων μεστήν», Αριστοφ.
β. «κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων ἐστρωμμένων μίλακί τε καὶ μυρίνναις», Πλάτ.
γ. «ἐπεὰν θέωσι τὸν νέκυν ἐν τῇσι θήκῃσι ἐπὶ στιβάδος», Ηρόδ.)
2. άχυρα διασκορπισμένα κατά τη διάρκεια μιας θυσίας, από όπου και πήρε την ονομασία της η τελετή
3. στρ. πρόχειρο στρώμα στρωμένο καταγής («κοιμωμένων oἱ μὲν πλείους ἐν αὐταῖς ταῖς στιβάσι κατεκόπησαν», Πολ.)
4. κρεβάτι
5. ποντικοφωλιά
6. κρύπτη ψαριού («ἡ φυκὶς... μόνη... τῶν θαλαττίων ἰχθύων στιβάδας ποιεῖται», Αριστοτ.)
7. τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιβ- του ρ. στείβω «πατώ με τα πόδια, συμπιέζω» με επίθημα -ας, -άδος (πρβλ. στιλβάς). Η σημ. του αρχ. στιβάς «στρώμα από στοιβαγμένα άχυρα» (βλ. και λ. στοιβή), απ' όπου η νεοελλ. σημ. της λ. στιβάδα «μάζα ή σύνολο συμπυκνωμένων ομογενών πραγμάτων» ανταποκρίνεται στην αρχική σημ. της ΙΕ ρίζας του στείβω: «συμπιέζω, συσσωρεύω, συμπυκνώνω» (βλ. και λ. στείβω)].