στράγξ

English (LSJ)

ἡ, gen. στραγγός, trickle, drop (ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός, Sch.Ar.Nu.131), ἄσιτος ἑπτὰ μῆνας, ὕδατος στράγγ' ἔχων Men.238; μικρὰς στράγγας ἀπ' ὠκεανοῦ AP4.1.38 (Mel.); κατὰ στράγγα drop by drop, Thphr. HP 9.18.9, D.H.Dem.28, Gal.16.750, UP5.16. (στρᾴγξ (στράιγξ) is a monosyll. of seven letters acc. to Trypho ap.Sch.D.T.p.346 H., but the word is στράγξ with ᾰ acc. to An.Ox.3.243.)

German (Pape)

[Seite 950] ἡ, gen. στραγγός, das Ausgedrückte, der Tropfen; Mel. 1 (VI, 1); nach Schol. Ar. Nubb. 132 ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός; s. Menand. bei Phot.

French (Bailly abrégé)

στραγγός (ἡ) :
goutte exprimée, goutte.
Étymologie: R. Στραγγ, « presser, serrer », d'où « exprimer le jus » ; cf. lat. stringo, strictus.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στράγξ -γγός, ἡ [~ στρογγύλος] (uitgeperste) druppel, druppeltje.

Russian (Dvoretsky)

στράγξ: στραγγόςкапля (ὕδατος Men.): κατὰ στράγγα Arst. по капле, по каплям.

Greek (Liddell-Scott)

στράγξ: ἡ, γεν. στραγγός, τὸ διὰ πιέσεως λαμβανόμενον, σταγών, Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 4, Ἀνθ. Π. 4. 1, 38· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 131· κατὰ στράγγα ῥεῖν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 14, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 9. (Ἡ √ΣΤΡΑΓΓ, Λατ. STRING, ἔχει δύο κυρίας σημασίας, Ι. ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, διὰ πιέσεως λαμβάνω, ὡς ἐν τοῖς στράγξ, στραγγουρία, στραγγίζω, ἢ συστρέφω, σφίγγω, ὡς ἐν τοῖς στραγγάλη, στραγγαλίς, κτλ., καὶ μεταφορ. ἐν τοῖς στραγγεύομαι, στρεύγομαι. ΙΙ. σφίγγω, περισφίγγω, ὡς ἐν τοῖς Λατ. string-o, stric-tus.

Greek Monolingual

-αγγός, ἡ, Α
σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, -γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας streng- «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με τα λατ. stringo «σφίγγω», μέσ. ιρλδ. srengim «έλκω, σύρω» και sreng «σχοινί, χορδή», αρχ. άνω γερμ. strang «σχοινί» και strengi «τεταμένος» (πρβλ. και γερμ. streng). Χωρίς έρρινο ένθημα μαρτυρούνται οι τ. στραγός, στραγεύομαι., Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ανάγεται το επίθ. στρογγύλος (βλ. λ. στρογγυλός). Η λ. στράγξ, που έχει τη σημ. του διά πιέσεως λαμβανόμενου υγρού (από όπου η σημ. «σταγόνα, σταλαγματιά») στο παράγωγο ρ. στραγγεύω, -ομαι χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της καθυστέρησης, της αργοπορίας (δηλ. βαδίζω αργά όπως πέφτουν οι σταγόνες από ένα συμπιεζόμενο σώμα). Στο ουσιαστικό στραγγ-άλη, τέλος, η σημ. της ρίζας χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το όργανο της σύσφιγξης, την αγχόνη, τον βρόχο και, κατ' επέκταση, τον απαγχονισμό (πρβλ. στραγγαλίζω)].

Greek Monotonic

στράγξ: ἡ, γεν. στραγγός, αυτό που λαμβάνουμε από την πίεση, σταγόνα, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

-γγός
Grammatical information: f.
Meaning: squeezed out drop[ pouring out] (Arist., Thphr., Men., AP a. o.).
Derivatives: Beside it στραγγ-ός (also -γ-) flowing drop by drop, also tied together, entangled, by shocks, irregular (medic. a.o.), -εῖον n. drop-bottle (medic.). -ίας (πυρός) kind of wheat (Thphr.; cf. Strömberg Theophrastea 91). As 1. element in the compound στραγγ-ουρ-ία, Ion. -ίη f. = ἡ κατὰ στράγγα οὔρησις (Gal.), strangury (Hp., Att., hell. a. late) with -ικός, -ιώδης, -ιάω, -έω. Denominatives 1. στραγγ-ίζω, also w. κατα-, ἐκ-, ἀπο-, to squeeze out drop by drop (LXX, Dsc. a.o.); 2. -εύομαι (auch -γ-) to hesitate, to linger, to dawdle (Ar., Pl. hell. a. late; on the meaning below) with -εία f. hesitation (M. Ant.). -- With λ-sufflx: στραγγάλη f. cord, rope, noose (J., Plu., S. E.) wit -αλίς f. entangled knot, induration (com. Va, Arist. a.o.), -αλιά f. id. (LXX etc.; Scheller Oxytonierung 88), -αλιώδης knotty, entangled (LXX, Com. Adesp.), -αλάω to choke, to strangle (Men., LXX), -αλίζω, also w. ἀπο-, id. (D. S., Str. etc.), -αλισμός (gloss.), -αλόομαι to become entangled, ensnared (Ph. Bel. a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With στράγξ cf. στρίγξ, λύγξ, κλαγγ-ί a.o.; στραγγ-άλη as σκυτ-άλη etc. -- Of στράγξ a. cogn. remind strongly of several words from other languages: Lat. stringō string, tie together, if from *strengō with analog. i in strictus, Latv. stringu, stringt (zero grade) become stiff, also wither (from shrivel, contract), MIr. srengim draw, drag, NIr. sreang strand, strick, Germ., e.g. OHG strang, OWNo. strengr (from *strang-i-) id., OWNo. strangr, OS strang, OHG strengi stretched, stiff, unbendible, streng etc. with Norw. strengja draw stiff, NHG anstrengen etc., IE *streng(h)-, strong(h)-. But then στραγγ- must stand either as zero grade for στραγ- (= Latv. stringt; in στραγ-ός, -εύομαι beside στραγγ- still retained?) or have got the α-vowel secondarily, which would not surprise with the orig. popular character of this word group. As orig. meaning of this family we must posit string, tie together, which had in Greek a quite special development . Thus the drop, στράγξ, as "which strings, ties together," resp. "which is strung togethet" (as opposed to free running liquidity) interpreted; cf. σύστρεμμα also round drop of water. (Prop. from washing? Tierfelder by letter.) The meaning linger, hesitate in στραγ-γεύομαι can be explained both from draw together, congeal as from run by drops (= slowly). -- Further forms and combinations a. lit. in WP. 2, 650f., Pok. 1036f., W.-Hofmann s. stringō. Lat. LW [loanword] strangūria, strangulō. Cf. στρογγύλος. -- The word is no doubt Pre-Greek (cf. the variant without nasal, and the a-vocalism).

Middle Liddell

that which is squeezed out, a drop, Anth.

Frisk Etymology German

στράγξ: -γγός
{strágks}
Grammar: f.
Meaning: aussickernder, ausgepreßter Tropfen (Arist., Thphr., Men., AP u. a.);
Derivative: daneben στραγγός (auch -γ-) tropfenweise fließend, auch zusammengeschnürt, verwickelt, ruckweise, unregelmäßig (Mediz. u.a.), -εῖον n. Tropfenflasche (Mediz.). -ίας (πυρός) Art Weizen (Thphr.; vgl. Strömberg Theophrastea 91). Als Vorderglied in der Zusammenbildung στραγγουρία, ion. -ίη f. = ἡ κατὰ στράγγα οὔρησις (Gal.), Harnzwang (Hp., att., hell. u. sp.) mit -ικός, -ιώδης, -ιάω, -έω. Denominativa 1. στραγγίζω, auch. m. κατα-, ἐκ-, ἀπο-, tropfenweise auspressen (LXX, Dsk. u.a.); 2. -εύομαι (auch -γ-) zaudern, zögern, säumen (Ar., Pl. hell. u. sp.; zur Bed. unten) mit -εία f. das Zaudern (M. Ant.). — Mit λ-Sufflx: στραγγάλη f. Strick, Strang, Schlinge (J., Plu., S. E.) mit -αλίς f. verwickelter Knoten, Verhärtung (Kom. Va, Arist. u.a.), -αλιά f. ib. (LXX usw.; Scheller Oxytonierung 88), -αλιώδης knotig, verwickelt (LXX, Kom. Adesp.), -αλάω erwürgen, erdrosseln (Men., LXX), -αλίζω, auch m. ἀπο-, ib. (D. S., Str. usw.), -αλισμός (Gloss.), -αλόομαι verwickelt, verstrickt werden (Ph. Bel. u.a.).
Etymology: Zu στράγξ vgl. στρίγξ, λύγξ, κλαγγί u.a.; στραγγάλη wie σκυτάλη usw. — An στράγξ u. Verw. erinnern stark mehrere Wörter aus anderen Sprachen: lat. stringō ‘zusammenschnüren, -ziehen’, wenn aus *strengō mit analog. i in strictus, lett. stringu, stringt (Schwundstufe) stramm werden, auch verdorren (aus einschrumpfen, sich zusammenziehen), mir. srengim ziehen, schleppen, nir. sreang Strang, Strick, germ., z.B. ahd. strang, awno. strengr (aus *strang-i-) ib., awno. strangr, asächs. strang, ahd. strengi ‘gestreckt, straff, unbeugsam, streng’ mit norw. strengja straff ziehen, nhd. anstrengen u.a.m., idg. streng(h)-, strong(h)-. Dann muß aber στραγγ- entweder als Schwundstufe für στραγ-(= lett. stringt; in στραγός, -εύομαι neben στραγγ- noch erhalten?) stehen oder den α-Vokal sekundär bezogen haben, was bei dem urspr. volkstümlichen Charakter dieser Wortgruppe kaum erstaunlich wäre. Als urspr. Bed. der betreffenden Wortsippe ist allem Anschein nach ‘zusammenschnüren, -ziehen’ anzusetzen, die indessen im Griech. eine ganz besondere Entwicklung durchgemacht hat. So wäre der Tropfen, στράγξ, als "der Zusammenschnürer, -zieher" bzw. "der Zusammengeschnürte, -gezogene" (im Gegensatz zur frei laufenden Flüssigkeit) aufgefaßt; vgl. σύστρεμμα auch runder Wassertropfen. (Eig. vom Auswinden der Wäsche? Tierfelder briefl.) Die Bed. zaudern, zögern in στραγγεύομαι läßt sich sowohl aus sich zusammenziehen, stocken wie aus ‘tropfenweise (= langsam) vorgehen’ erklären. —Weitere Formen und Kombinationen m. Lit. bei WP. 2, 650f., Pok. 1036f., W. -Hofmann s. stringō. Lat. LW strangūria, strangulō. Vgl. στρογγύλος.
Page 2,804-805