συγκρατώ

Greek Monolingual

συγκρατῶ, -έω, ΝΜΑ κρατῶ
1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τον συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα»)
2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν το αφήνω να εκδηλωθεί
νεοελλ.
1. αναχαιτίζω, παρεμποδίζω, ανακόπτω πορεία ή λειτουργία, σταματώ (α. «τα κυβερνητικά μέτρα δεν συγκράτησαν τον πληθωρισμό» β. «ευτυχώς συγκράτησε τον σκύλο του έγκαιρα, πριν να μού χυμήξει»)
2. μέσ. συγκρατούμαι
χαλιναγωγώ τις ορμές και τα πάθη μου, επιβάλλομαι στον εαυτό μου
3. φρ. «συγκρατώ τις τιμές» — διατηρώ τις τιμές σε ορισμένο επίπεδο
αρχ.
1. κρατώ δύο πράγματα ενωμένα το ένα με το άλλο, τά κρατώ σφιχτά
2. έχω την εξουσία μαζί με κάποιον άλλο.