συνταγή

English (LSJ)

ἡ,
A order, command, κατὰ συνταγήν IG9(1).717 (Corcyra); of an oracle, κατὰ σ. σωθεὶς χαριστήριον Abh.Berl.Akad.1932(5).35 (Pergam.); preconcerted signal in war, v.l. in LXX Jd.20.38; ἀπὸ συνταγῶν at appointed times, ib.2 Es.10.14; physician's prescription, Artem.2.44.
II pl., covenant, Iamb.VP31.185.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰγή: ἡ, διαταγή, προσταγή, κατὰ συνταγὴν Συλλ. Ἐπιγραφ. 1874b· ἰατροῦ παραγγελία, συνταγή, Ἀρτεμίδ. 2. 44 ἐν τέλει. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συνθήκη, συμφωνία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 185.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συντάσσω
οδηγία για τη σύνθεση, παρασκευή και χρήση φαρμάκου, κν. ρετσέτα (α. «το φάρμακο αυτό δεν χορηγείται χωρίς συνταγή γιατρού» β. «νοσῶν τὸν στόμαχον καὶ συνταγῆς δεόμενος», Αρτεμίδ.)
νεοελλ.
1. οδηγία για τη σύνθεση και παρασκευή φαγητού ή γλυκίσματος
2. μτφ. κάθε είδους οδηγία
3. (φαρμ.-ιατρ.) γραπτή θεραπευτική οδηγία του γιατρού, στην οποία αναγράφεται το είδος, η ποσότητα, η μορφή και ο τρόπος λήψεως από τον ασθενή ενός ή περισσότερων φαρμάκων
μσν.-αρχ.
ανάληψη υποχρέωσης ή υπόσχεση («καὶ ψεύστης πρός σε τῆς συνταγῆς ἐγενόμην», Αναστ. Σιν.)
αρχ.
1. διαταγή, προσταγή
2. χρησμός («κατὰ συνταγὴν σωθεὶς χαριστήριον», επιγρ.)
3. (σχετικά με πόλεμο) προσυμφωνημένο σήμα, σινιάλο
4. (γενικά) καθετί το προκαθορισμένο
5. στον πληθ. αἱ συνταγαί
σύμβαση, συμφωνία
6. φρ. «ἀπὸ συνταγῶν» — σε προκαθορισμένους χρόνους (ΠΔ).

German (Pape)

ἡ, Zusammenordnung, -stellung, Anordnung, Vorschrift, z.B. der Ärzte, Artemid. 4.22. – Im plur. αἱ συνταγαί = συνθῆκαι, Verabredungen, Verträge, Iambl. V. Pyth. 185.