τέραμνον

English (LSJ)

or τέρεμνον, τό, a word used esp. by E., but only in plural and always (except once,
A τέραμνά τ' οἴκων Hipp.418) in lyr. passages, chamber, house, like μέλαθρα, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Hipp.768; παστάδων ὑπὲρ τ. Or.1371; Περγάμων.. καταίθεται τ. Tr.1296; ἐξ Ἀΐδα τεράμνων Alc.457; ἐπὶ Πυθίοις τ. Hipp.536; ὑπὲρ τέραμνα Ph. 333: dat. sg. τεράμνῳ Maiist.12: also in late Prose, τέρεμνα Artem. 2.10. [-εμνα Or.1371 codd. ALP, Ph.333 codd. VA, Hipp.418 codd. exc. L, which has -α-: Maiist. l.c. corroborates the spelling -αμνον.]
τέραμνον· ἁπαλόν, ἑψανόν, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1092] τό, = Folgdm; Eur. Alc. 459 Phoen. 335; οἰνοπλῆγα, Ant. Sid. 29 (IX, 323).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. τέρεμνον au pl.

Russian (Dvoretsky)

τέραμνον: τό Eur., Anth. = τέρεμνον.

Greek (Liddell-Scott)

τέραμνον: ἢ τέρεμνον, τό, λέξις ἐν χρήσει παρ’ Εὐρ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ πληθ. καὶ ἀεὶ (πλὴν ἅπαξ, τέραμνά τ’ οἴκων Ἱππ. 418) ἐν λυρικοῖς χωρίοις, θάλαμος, οἴκημα, οἶκος, ὡς τὸ μέλαθρα, Λατ. tecta, τ. ἀπὸ νυμφιδίων Ἱππ. 768· παστάδων ὑπὲρ τ. Ὀρ. 1371· περγάμων... καταίθεται τ. Τρῳ. 1296· ἐξ Ἁΐδα τεράμνων Ἄλκ. 457· ἐπὶ Πυθίοις τ. Ἱππ. 536· ὑπὲρ τέραμνα Φοίν. 333. - Ὁ Δινδ. πανταχοῦ ἔχει ἐπανορθώσῃ τὸν εἰς α τύπον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τέραμνοι· στεγανοὶ (οὕτω) σκιαί. σκηνώματα», καὶ «τέραμνος· κυψέλη».

Greek Monolingual

(I)
και τέρεμνον, τὸ, Α
(κυρίως στον Ευρ. και μόνον στον πληθ.) τὰ τέραμνα και τέρεμνα
οικήματα, οίκοι·
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ., κατά μια άποψη, ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Κατ' άλλη όμως άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τους τ. της Ινδοευρωπαϊκής: οσκ. triibum «σπίτι», ομβρ. tremnu «σκηνή», αρχ. γαλατ. treb «σπίτι», λατ. trabs «δοκός», λιθουαν. troba «σπίτι» (πρβλ. και λ. θεράπων, θεράπνη), παρά τις μορφολογικές δυσχέρειες που παρουσιάζει ο φωνηεντισμός τών τ. Στην Ελληνική η λ. εμφανίζει δισύλλαβο θ. τέρα-μνα (πιθ. < τέρα-βνα), ενώ ο τ. τέρεμνα είναι είτε προϊόν αφομοίωσης, είτε προϊόν αναλογικής επίδρασης τών βέλεμνα, κρήδεμνα.
(II)
και σπάν. τ. αρσ. τέραμνος Α
1. (το ουδ.) (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «ἁπαλόν, ἑψανόν»
2. (το αρσ.) (κατά τον Ησύχ.) α) (στον εν.) «κυψέλη»
β) στον πληθ. τέραμνοι
«στεγανοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερά-μων «απαλός, τρυφερός» + (επίθημα) -mno- (πρβλ. ἀτέραμνος, ἀπάλαμνος)].

Greek Monotonic

τέραμνον: ή τέρεμνον, τό, στον πληθ., θάλαμος, οίκημα, σε Ευρ.

Middle Liddell

τέραμνον, ορ -εμνον, ου, τό,
in pl., chambers, a house, Eur.