τριβακός
English (LSJ)
τριβακή, τριβακόν, (τρίβω)
A rubbed, worn, χλαμύς AP6.282 (Theod.); τρίβων Luc.Gall.9; ἱμάτια PTeb.230 (ii B. C.), cf. PCair.Zen.92.4, al. (iii B. C.), Gal.15.192, Sch.Ar.Pl.714; διφθέραι Gal.11.133; ῥάκος Id.10.703; τελαμῶνες Sor.1.83; τὰ ἐπιβλήματα πρὸς λόγον τῆς ὥρας θερμότερα ἔστω ἢ τριβακώτερα ib.85, cf. 2.46; θέρους ὄντος ὀθόνια καὶ τ. ἱμάτια δοκεῖν φορεῖν ἀγαθόν Artem.2.3.
2 sens. obsc., πάσσαλος AP5.128 (Autom.).
3 of persons, experienced, (ἰατρός) Gal. 15.582 (Comp.); ἰατροὶ γέροντες Id.8.155; ὁ περὶ ταῦτα τ. ὤν Id.14.258; 'old hand', crafty fellow, Eust.932.46.
II τριβακὴ ἀσέλγεια (v. τριβάς) Luc.Am.28.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 usé (vêtement) ; τὸ τριβακόν vêtement usé, vieille défroque, ou vêtement grossier pour la mauvaise saison;
2 expérimenté, particul. qui connaît tous les secrets ou toutes les ruses d'un métier;
II. qui use par le frottement ; de tribade.
Étymologie: τρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριβακός -ή -όν [τρίβω] versleten. lesbisch:. τριβακὴ ἀσέλγεια lesbische geilheid [Luc.] 49.28.
German (Pape)
gerieben, abgerieben, tritus; ὁ τριβακός, mit und ohne χλαμύς, und τριβακόν, τό, sc. ἱμάτιον, ein abgetragenes Kleid; ein glattes, dünnes Sommerkleid, Artemid. 2.3, im Gegensatz der dicken, zottigen Winterkleider. – Ein abgeriebener, durchtriebener, verschmitzter Mensch, Sp.; – ἀσέλγεια τριβακή, Unzucht der Tribaden, Luc. amor. 28.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβᾰκός:
1 потертый, поношенный (χλαμύς Anth.);
2 свойственный трибадам (ἀσέλγεια Luc.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ
μσν.
πανούργος, δόλιος
αρχ.
1. αυτός που έχει φθαρεί τριμμένος, παλιός («τριβακὸν ἱμάτιον», Αριστοφ.)
2. (για πρόσ.) έμπειρος, πεπειραμένος
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριβάδα («τριβακὴ ἀσέλγεια», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβω + κατάλ. -ακός (πρβλ. δανειακός, οἰκειακός)].
Greek Monotonic
τρῐβᾰκός: -ή, -όν (τρίβω), τετριμμένος, φθαρμένος, σε Ανθ., Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβᾰκός: -ή, -όν, (τρίβω) ὁ τριβείς, τετριμμένος, Λατ. tritus, χλαμὺς Ἀνθ. Π. 6. 282, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 9· ἱμάτιον Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἀρτεμίδ. 2. 3, ἐν ἀρχῇ (ἔνθα σημαίνει λεῖον, μαλακὸν καὶ λεπτὸν ἱμάτιον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς βαρέα καὶ πυκνὰ καὶ τραχέα ἐνδύματα.) 2) ἐπὶ προσώπων, τρίβων, ἐντριβής, πεπειραμένος, ἔμπειρος, γέρων, Γαλην. τ, 8, σ. 155· ἰατρὸς 6, 165· ὁ περὶ ταῦτα τρ. ὁ αὐτ. ἐν τ. 13, 948 (;) - πανοῦργος ἄνθρωπος, τετριμμένος, Λατ. veterator, Εὐστ. 932. 46, κλπ., πρβλ. τρίβων, τρῖμμα. ΙΙ. ἀσέλγεια τριβακὴ (ἴδε τριβάς), ἀνήκουσα εἰς τριβάδα, Λουκ. Ἔρωτ. 28.