χαρακτηριστικός

English (LSJ)

χαρακτηριστική, χαρακτηριστικόν, characteristic, τῆς Λυσίου λέξεως D.H.Lys.11 (Sup.); λόγου Δημοσθενικοῦ μηνύματα χ. Id.Dem.34, al.; τοῦ ἀγαθοῦ, τῆς ὕλης, S.E.P.3.173, Dam.Pr.36; τοῦ ἁπλῶς βαρέος, κούφου, Simp. in Cael.713.24; τὸ χ. A.D.Synt.103.17, cf. Choerob. in Theod.2.31H. Adv. χαρακτηριστικῶς Eust. 1167.59.—The form χαρακτηρικός is found in Phld.Po.Herc.1676.7, in codd. of D.H.Dem.39, 51, and is v.l. in Id.Lys.l.c. Adv. χαρακτηρικῶς Phld.Rh.2.297S.

German (Pape)

[Seite 1336] bezeichnend, unterscheidend, charakteristisch, D. Hal. de vi Dem. 34, u. bes. Gramm.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρακτηριστικός: служащий отличительным признаком (τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηριστικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ χαρακτηρίζων, δηλωτικός, ὁ χρησιμεύων πρὸς χαρακτηρισμόν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 173, Διονυσ. Ἁλ. Λυσ. 11, περὶ Δημ. 34, κ. ἀλλ.· ἀλλ᾿ αὐτόθι 39, 51, κ. ἀλλ. ἔχει διατηρηθῇ ἐξ ἀντιγράφων ἡ πλημμ. γραφὴ χαρακτηρικός, Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 1167. 60.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαρακτηριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
1. αυτός που χρησιμεύει ως διακριτικό γνώρισμα προσώπου ή πράγματος, προσδιοριστικός
2. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτηριστικό(ν)
α) διακριτικό γνώρισμα
β) ναυτ. διακριτικό σήμα σκάφους, φάρου ή άλλου σημείου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτηριστική
(φυσ.-τεχνολ.) καμπύλη ή σμήνος καμπυλών, προϊόν θεωρητικού υπολογισμού ή εμπειρικού προσδιορισμού, που αποδίδει την συνάρτηση ενός μεγέθους κάποιου συστήματος προς ένα άλλο μέγεθος
2. το ουδ. ως ουσ. βιολ. το διακριτικό γνώρισμα, συχνά και ως συνώνυμο του χαρακτήρα, αν και αναφέρεται κυρίως στην διακριτική κατάσταση ή έκφραση του χαρακτήρα αυτού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χαρακτηριστικά- τα εξωτερικά γνωρίσματα ενός ατόμου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα τών ματιών ή τών μαλλιών, η έκφραση του προσώπου κ.ά.
4. φρ. «χαρακτηριστική ομάδα»
(χημ) χημική ρίζα ή χημική δομή με χαρακτηριστικές ιδιότητες, όπως είναι λ.χ. το υδροξύλιο.
επίρρ...
χαρακτηριστικώς / χαρακτηριστικῶς, ΝΜ, και χαρακτηριστικά Ν
με χαρακτηριστικό τρόπο.