ως

Greek Monolingual

(I)
ΜΑ
βλ. ως.
(II)
ΜΑ
βλ. ώς.
(III)
Α
πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(IV)
ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α
1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ' ἀγορὴ ὡς κύματα μακρὰ θαλάσσης», Ομ. Ιλ.)
β) (τροπ.) δηλώνει ιδιότητα του υποκειμένου ή του αντικειμένου (α. «μίλησε ως εκπρόσωπός τους» β. «ὡς ταμιείῳ ἐχρῆτο τῷ οἰκήματι», Πλάτ.)
2. (σύνδ.) α) χρον. ευθύς, μόλις (α. «τρόμαξα ως τον είδα» β. «ἐνῶρτο γέλως..., ὡς ἴδον», Ομ. Ιλ.)
β) (ποσοτ.) (σε συνεκφ. με αριθμτ.) περίπου, σχεδόν (α. «ήταν ως διακόσιοι» β. «σὺν ἀνθρώποις ὡς εἴκοσι», Ξεν.)
3. (με επίθ. ή επίρρ. υπερθ. βαθμού) όσο το δυνατόν... (α. «ως έγγιστα» — κατά μεγάλη προσέγγιση
β. «ὡς μάλιστα», Θουκ.)
4. φρ. «ως επί το πολύ» και «ως επί το πλείστον» — βλ. πολύς
νεοελλ.
1. (σύνδ.) χρον. ενώ, εκεί που («ως έτρωγα κι ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα», δημ. τραγούδι)
2. φρ. α) «ως είθισται» — όπως συνηθίζεται
β) «ως εκ τούτου» — για τον λόγο αυτό
γ) «ως εκ συνθήματος» — συγχρόνως
δ) «ως εν κεφαλαίω» — συνοπτικά, περιληπτικά
ε) «ως εν αναγλύφῳ» ή «ως εν κατόπτρῳ»
(λόγιος τ.) παραστατικότατα
στ) «ως ακολούθως» ή «ως εξής» — όπως ακολουθεί, όπως έπεται
αρχ.
ΣΗΜΑΣΙΑ - ΣΥΝΤΑΞΗ: Α', (ως επίρρ.) (αναφ.) α) (σε παρομοιώσεις) σαν («ἐνδούπησε πεσοῦσ' ὡς ἐναλίη κήξ», Ομ. Οδ.)
β) ακριβώς όπως... γ) αντί της αντων. ὅσος («σοὶ θεὰ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω», Σοφ.)
δ) (με επίθ. ή επίρρ. θετικού βαθμού) πράγματι, αλήθεια, όντως
Β', (σύνδ.) Ί. (ειδ.) ότι («ἐλογίζετο ὡς... ἧττον ἂν αὐτοὺς ἐθέλειν», Ξεν.)
2. (τελικ.) για να («βουλὴν ὑποθησόμεθ', ὡς μὴ πάντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.)
3. (συμπερ.) ώστε («εὖρος ὡς δύο τριηρέας πλέειν ὁμοῦ», Ηρόδ.)
4. χρον. (με ευκτ.) κάθε φορά που... («ὡς... ἐς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο», Ηρόδ.)
5. τοπ. όπου
6. (τροπ.) όπως
7. φρ. α) «ὡς συντόμως [ή ὡς συνελόντι] εἰπεῖν» — για να πω εν συντομία
β) «ὡς εἰπεῖν» — για να το πω κι έτσι
γ) «οὐκ ἔσθ' ὡς...» — δεν είναι καθόλου δυνατόν να...
δ) «ὡς ἂν ποίησῃς» — με όποιον τρόπο κι αν ενεργήσεις
Γ', (άλλες χρήσεις)
1. (πριν από μτχ. ή πρόθ.) δηλώνει τον πραγματικό ή τον πιθανό λόγο της ενέργειας την οποία εκφράζει το ρήμα (α. «παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες», Θουκ.
β. «ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν», Θουκ.)
2. (πριν από φαινομενικά ανεξάρτητες προτ.) α) (ως εμφαντικό επιφών.) πώς, πόσο, τί («ὡς ἄνοον...» — τί ανόητο..., Ομ. Ιλ.)
β) (ως ευχετικό μόριο) είθε («ὡς μὴ θάνοι», Ομ. Οδ.)
3. φρ. α) «ὡς τί;» — για ποιον σκοπό, προς τί;
β) «ὡς ἕκαστος» — ο καθένας χωριστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὡς, ευρέως χρησιμοποιούμενος με ποικίλες σημ., τόσο ως επίρρ. όσο και ως σύνδεσμος, ανάγεται σε ΙΕ τ. οργανικής πτώσης yō < θ. yo- τών αναφορικών αντωνυμιών (βλ. λ. ὅς), με επιρρμ. κατάλ. -ς- (πρβλ. αρχ. ινδ. yāt)].