ἀκήδεστος
English (LSJ)
ἀκήδεστον, uncared for, Il.6.60; esp. unburied, AP7.686 (Pall.); unkempt, κάρηνον Nonn. D. 10.272. Adv. ἀκηδέστως = without care for others, ruthlessly, Il.22.465, 24.417, cf.AP9.375.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. ép. -οιο Nonn.D.10.272]
I 1que no recibe cuidados esp. de un cadáver al que no se le han rendido los honores fúnebres sin duelo, Il.6.60, ἀκήδεστον γαίῃ ἔνι τόνδε λιπόντες A.R.2.151, cf. AP 7.686 (Pall.).
2 descuidado, desaliñado πρόσωπον Nonn.D.42.85, κάρηνον Nonn.D.10.272.
II que no se preocupa, indiferente, triste σιωπή Nonn.D.12.120.
III adv. ἀκηδέστως
1 sin compasión, de forma implacable a un cadáver ἕλκειν Il.22.465, 24.417.
2 sin cuidado, sin comedimiento πῖνεν Q.S.13.6, cf. AP 9.375, οὐ ἀ. Orac.Sib.5.403.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κήδομαι.
German (Pape)
vernachlässigt, bes. unbestattet; Hom. einmal. Il. 6.60 πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι; – Pallad. 64 (VII.686); Ap.Rh. 2.151; öfter bei Nonn., z.B. ἀκηδέστῳ σιωπῇ 12.120. in traurigem Schweigen.
• Adv. ἀκηδέστως, sich um Niemand kümmernd, unbarmherzig; Hom. zweimal, ἕλκειν ἀκηδέστως vom Schleifen des toten Hector Il. 22.465, 24.417; – Ep.adesp. 386 (IX.375); – sorglos, sp.D., z.B. πίνειν Qu.Sm. 13.6.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήδεστος: оставленный без погребения, брошенный (sc. Τρῶες Hom.; θανών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήδεστος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς ἐφρόντισεν, ἄταφος, Ἰλ. Ζ. 60: οὕτω καὶ ὡς ἐπίρρ., -τως, ἄνευ τῶν προσηκουσῶν τελετῶν τῆς ταφῆς ἢ (ἴσως) ἄνευ φροντίδος περὶ ἄλλων, ἀπερισκέπτως, ἀπανθρώπως, Ἰλ. Χ. 465, Ω. 417, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 375.
English (Autenrieth)
(κηδέω): uncared-for, i. e. of the dead, ‘unburied,’ Il. 6.60; adv. ἀκηδέστως, pitilessly.
Greek Monolingual
ἀκήδεστος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο κανείς δεν φρόντισε
2. άθαφτος
3. επίρρ. ἀκηδέστως
χωρίς φροντίδα για τους άλλους, ανελέητα, άσπλαχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Schwyzer και τον Frisk η λ. ἀκήδεστος < ἀ- + κῆδος
κατά τον Chantraine η λ. ἀκήδεστος < ἀκηδῶ].
Greek Monotonic
ἀκήδεστος: -ον (κηδέω), αφρόντιστος, άταφος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίρρ. -τως, χωρίς τις οφειλόμενες, δέουσες τελετές της ταφής, ή (πιθ.) χωρίς ενδιαφέρον, μέριμνα, έγνοια για τους άλλους, απερίσκεπτα, αψήφιστα, αλύπητα, άσπλαχνα, στο ίδ.
Middle Liddell
κηδέω
uncared for, unburied, Il.: adv., -τως, without due rites of burial, or (perhaps) without care for others, recklessly, remorselessly, Il.
Translations
unburied
German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄθαπτος, ἀκήδεστος, ἀκήδευτος, ἀκηδής, ἀκτερέϊστος, ἀτάρχυτος, ἄταφος, ἀτύμβευτος, περιερριμμένος; Italian: insepolto; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit; Spanish: no enterrado, insepulto