ἀμφιθαλής

English (LSJ)

ἀμφιθαλές, (θαλεῖν) lit.
A blooming on both sides, of children who have both parents alive, Il.22.496, Pl.Lg.927d, Call.Iamb.3.1.3, SIG589.19 (Magn. Mae.), etc.
2 flourishing on all sides, χωρίον Poll.1.239: metaph., all-abounding, of gods, A.Ch.394; Ἔρως Ar.Av.1737 (cf. Sch.); of a man, πόσις ἀ. IG14.1863: metaph., ἀμφιθαλὴς κακοῖς abounding in... A.Ag.1144.
II of things, complete, ἀλήθεια Pl.Ax. 370d.

Spanish (DGE)

(ἀμφιθᾰλής) -ές
1 de pers., esp. de niños cuyos padres viven, Il.22.496, Pl.Lg.927d, Poll.3.25, Hsch.
esp. en rel. c. su intervención en ciertas ceremonias religiosas, Call.Fr.75.3, IM 98.19, D.H.2.22, 71, Plu.2.418a, Num.7, Luc.Herm.57, Paus.Gr.ε 17, Hld.1.22.2, Zos.2.5, 6
en gener. que tiene padre y madre ἀ. ὄντος Χριστοῦ. γέγονε γὰρ αὐτῷ μήτηρ μὲν ἐπὶ γῆς ... καὶ ἔστιν ἐν οὐρανῷ πατήρ Cyr.Al.M.69.104B.
2 todo floreciente de cosas χωρίον Poll.1.239
de dioses u hombres: de Zeus, A.Ch.394, de Eros, Ar.Au.1737, de Dioniso, Orph.H.46.2, de Hermes, Apolo y Ares, Ph.2.559, de Moisés, Ph.1.538, πόσις IUrb.Rom.1277.9 (II/III a.C.), cf. Ph.2.446, del matrimonio, Clem.Al.Strom.2.23.140
fig. ἀμφιθαλῆ κακοῖς ... βίον vida próspera en males A.A.1144
de abstr. perfecto ἀλήθεια Pl.Ax.370d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui croît ou fleurit entouré de son père et de sa mère;
2 florissant ; fig. qui abonde en biens de toute sorte ; en gén. abondant.
Étymologie: ἀμφί, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθᾰλής:
1 «процветающий с обеих сторон», т. е. имеющий в живых обоих родителей (παῖς Hom., Plat., Dem., Plut., Luc.);
2 преуспевающий, благоденствующий, блаженный (Ζεύς Aesch.; Ἔρως Arph.);
3 всесторонний, полный (ἀλήθεια Plat.);
4 изобилующий, т. е. отягощенный (κακοῖς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιθαλής: -ές, (θαλεῖν) ὁ ἀμφοτέρωθεν θάλλων, ἀκμάζων, ἀνθοφορῶν, ἐπὶ τέκνων ἐχόντων ἀμφοτέρους τοὺς γονεῖς ἐν τῇ ζωῇ, Λατ. patrimi et matrimi, Ἰλ. Χ. 496, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1737 (ἔνθα ἴδε Σχολ.), Πλάτ. Νόμ. 927D, Δημ., κτλ. 2) ὁ ἐν πᾶσι θάλλων, ὁ διατελῶν ἐν ἀφθονίᾳ πάντων τῶν ἀγαθῶν, περὶ τῶν θεῶν, Αἰσχύλ. Χο. 394· ἔρως Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6262: - μεταφ., ἀμφιθαλὴς κακοῖς, ὁ ἔχων ἀφθονίαν..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1144. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πλήρης, ἐντελής, ἀλήθεια Πλάτ. Ἀξ. 370D.

English (Autenrieth)

ές (θάλλω): flourishing on both sides, epithet of a child whose father and mother are still living, Il. 22.496†.

English (Slater)

ἀμφιθαλής αμφιθαλεῖ[ Πα. 22 (b). 5.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφιθαλής) θάλος
νεοελλ.
αυτός που έχει κοινούς με άλλον και τους δύο γονείς
«αμφιθαλείς αδελφοί», οι ομοπάτριοι και ομομήτριοι (πρβλ. ετεροθαλής)
αρχ.
1. κυριολεκτικά, αυτός που θάλλει, που ανθίζει και από τις δύο πλευρές (λέγεται για το παιδί που και οι δύο γονείς του βρίσκονται στη ζωή)
2. αυτός που έχει αφθονία αγαθών
3. αυτός που βρίθει, που έχει κάτι σε αφθονία
4. (για πράγματα) πλήρης, τέλειος
5. φρ. «ἀμφιθαλῆ κακοῖς», περικυκλωμένο από δεινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θαλής < θάλος < θάλλω.

Greek Monotonic

ἀμφιθᾰλής: -ές (θάλλω),
1. αυτός που ανθίζει και από τις δύο πλευρές, λέγεται για παιδιά που έχουν ζωντανούς και τους δύο γονείς, σε Ομήρ. Ιλ.
2. άφθονος ως προς όλα, λέγεται για τους θεούς, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· μεταφ., άφθονος σε, με δοτ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θάλλω
1. blooming on both sides, of children who have both parents alive, Il.
2. all abounding, of the gods, Aesch., Ar.:—metaph. abounding in, c. dat., Aesch.