ἀμφιτίθημι
English (LSJ)
[τῐ], 3sg.
A ἀμφιτιθεῖ Xenoph.1.2, imper. ἀμφιτίθει Thgn.847: aor. ind. ἀμφέθηκα, other moods supplied by aor. 2: (v. τίθημι):—put round, Hom. mostly in tmesi, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκεν Il.10.261, cf. Od.13.431; τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθησι πέδας Sol.4.34; κἄνπερ κόσμον ἀμφιθῇ χροΐ E.Med.787, cf. El.512; ἀμφιθεῖναι σῇ δέρῃ θέλω χέρας Or.1042; also στέφανον ἀμφὶ κάρα.. ἀμφιθεῖναι Id.IA1531:—c. acc. rei only, ζεύγλην δύσλοφον ἀμφιτίθει Thgn. l.c., cf. Theoc.15.40; δεσμὸν ἀμφέθηκεν πέδης Semon.7.116 (Lyc.1344, τραχήλῳ ζεῦγλαν ἀμφιθεὶς πέδαις, is corrupt):—Med., put round oneself, put on, ὁ δ' ἀμφέθετο ξίφος Od.21.431; ἀμφέθετο στεφάνους κρατὸς ἐπὶ σφετέρου Epigr. ap. Ath.1.19b: —Pass., to be put on, κυνέη ἀμφιτεθεῖσα Il.10.271.
2 rarely c. dat. rei, cover with a thing, ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις E.Hec.432.
Spanish (DGE)
I 1poner algo en torno a c. ac. y dat. ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε Il.10.261, κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῇ χροῖ E.Med.787, τύμβῳ δ' ἀμφέθηκα μυρσίνας E.El.512, δέρῃ ... χέρας E.Or.1042, στέφανον ... σοι E.Io 1433, τοῖς ἀδίκοισ' ἀμφιτίθησι πέδας Sol.3.33
•sólo c. ac. poner algo en torno, circundar ἀμφιτιθεῖ στεφάνους Xenoph.1.2, ζεύγλην δύσλοφον Thgn.848, εἵματα Theoc.23.39, κατὰ κόσμον ἀμφίθες pónmelos bien ref. a vestidos, Theoc.15.40, τὰ (πτερά) δ' ἕλκεος οὐλομένοιο ἀμφετίθει Q.S.9.363, στέφανον ... ἀμφὶ κάρα E.IA 1531
•en v. pas. (κυνέη) ἀμφιτεθεῖσα Il.10.271.
2 envolver algo con algo c. dos ac. y dat. instrum. μ' ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις E.Hec.432.
II en v. med. ceñirse ξίφος Od.21.431, στεφάνους epigr. en Ath.19b, (δέρμα λέοντος) ἀμφεθέμην Theoc.25.278, στέφανον ἐλευθερίας Plu.2.870f., (γυνή) χρυσόν Stob.4.28.19.
German (Pape)
[Seite 144] (s. τίθημι), umlegen, von Kleidern u. dgl., act. einem Anderen, med. sich selbst, Od. 21, 431 ἀμφέθετο ξίφος; Iliad. 10, 149 ἀμφ' ὤμοισι σάκος θέτο; passiv. κυνέη ἀμφιτεθεῖσα Il. 10, 271; ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκεν 10, 261; χιτῶνα θῆκ' ἀμφὶ στήθεσσι Od. 16, 174; 13, 431 αμφὶ δὲ δέρμα πάντεσσιν μελέεσσι παλαιοῦ θῆκε γέροντος; – Eur. öfter, κόσμον χροΐ Med. 787; στέφανόν τινι, den Kranz aufsetzen, Ion 1433; πέπλοις κάρα, das Haupt mit Schleiern umhüllen, Hec. 432; πέδας τοῖς ἀδίκοις, Fesseln anlegen, Solon bei Dem. 19, 255; δέρμα ἀμφεθέμην μελέεσσιν Theocr. 25, 278; στέφανον ἀμφέθετο, sich aufsetzen, epigr. Plut. de Her. mal. 39.
French (Bailly abrégé)
f. ἀμφιθήσω, etc.
placer autour ; fig. ἀμφὶ κάρα κλέος ἀ. EUR ceindre sa tête d'une auréole de gloire ; κυνέη ἀμφιτεθεῖσα IL casque qu'on a posé sur sa tête ; ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις EUR ayant couvert ma tête d'un voile;
Moy. ἀμφιτίθεμαι se ceindre de, acc..
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτίθημι: (поэт. часто in tmesi)
1 класть вокруг, т. е. надевать (κυνέην κεφαλῆφιν Hom.; κόσμον χροΐ Eur.; πέδας τοῖς ἀδίκοις Solon ap. Dem.; δέρμα μελέεσσιν Theocr.): ἀμφιθέσθαι ξίφος Hom. опоясаться мечом;
2 окутывать или покрывать (πέπλοις κάρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτίθημι: [τῐ], γ΄ ἐν. ἀμφιτιθεῖ Ξενοφάν. 1.2, προστ. ἀμφιτίθει Θέογν.: ἀόρ. ὁρ. ἀμφέθηκα, αἱ δὲ λοιπαὶ ἐγκλίσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἀορ. β΄ (ἴδε τίθημι).
Περιβάλλω, θέτω πέριξ, καθάπερ τὸ ἀμφιβάλλω, Λατ. circumdo, ὁ Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, ἀμφὶ δὲ οἱ κυνέην κεφαλῇφιν ἔθηκεν Ἰλ. Κ. 261, πρβλ. Ὀδ. Ν. 431· τοῖς ἀδίκοις ἀμφιτίθισι πέδας Σόλων 3. 33· ἄν περ ... κόσμον ἀμφιθῇ χροῒ Εὐρ. Μήδ. 787, πρβλ. Ηλ. 512, Ὀρ. 1042, κτλ.· ὡσαύτος στέφανον ἀμφὶ κάρα ... ἀμφιθεῖναι ὁ αὐτ. Ι. Α. 1531: - μ. αἰτ. πράγ. μόνον, ζεύγλην δύσλοφον ἀμφιτίθει Θέογν. 847, πρβλ. Θεόκρ. 15.40: (ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 6. 116, ἀντὶ τοῦ δεσμὸν ἀμφέθηκεν ... πέδῃ ὁ Koehler ἐξ εἰκασίας προτείνει πέδης καὶ ἐν Λυκόφρ. 1344, τραχήλῳ ζεῦγλαν ἀμφιθεὶς πέδαις διόρθωσίς τις φαίνεται ἀναγκαία): - Μέσ., περιτίθεμαι, περιβάλλομαι, ὁ δ’ ἀμφέθετο ξίφος Ὀδ. Φ. 431· ἀμφέθετο στεφάνους κρατὸς ἔπι Ἀνθ. Π. παράρτ. 308: - Παθ., τίθεμαι ἐπί τινος, κυνέη ἀμφιτεθεῖσα Ἰλ. Κ. 271.
2) σπανίως μ. δοτ. πράγμ., καλύπτω διά τινος, ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις Εὐρ. Ἑκ. 432.
English (Autenrieth)
mid. aor. 2 ἀμφέθετο, pass. aor. part. ἀμφιτεθεῖσα: put around; κυνέη, encircling the head, Il. 10.271 ; ξίφος, ‘gird on,’ Od. 21.431.
Greek Monolingual
ἀμφιτίθημι (Α)
Ι. ενεργ. θέτω ολόγυρα, περιβάλλω
ΙΙ μέσ.
1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ
2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι
ΙΙΙ παθ. τίθεμαι, τοποθετούμαι επάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τίθημι.
Greek Monotonic
ἀμφιτίθημι: [τῐ], προστ. ἀμφιτίθει· αόρ. αʹ ἀμφέθηκα, οι υπόλοιπες διαθέσεις συμπληρώνονται από τον αόρ. βʹ·
1. τοποθετώ κυκλικά, Λατ. circumdo, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκεν (σε τμήση), σε Όμηρ.· κόσμον ἀμφ. χροΐ, σε Ευρ.· επίσης, στέφανον ἀμφὶ κρᾶτα, στον ίδ. — Μέσ., περιβάλλομαι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., φοριέμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. καλύπτω, σκεπάζω με κάτι, ἀμφιθεὶς κάρα πέπλοις, σε Ευρ.
Middle Liddell
[the other forms of this are under τίθημι
1. to put round, Lat. circumdo, ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην ἔθηκε (in tmesi), Hom.; κόσμον ἀμφ. χροΐ Eur.; also, στέφανον ἀμφὶ κρᾶτα Eur.:—Mid. to put round oneself, Od.:—Pass. to be put on, Il.
2. to cover with a thing, κάρα πέπλοις Eur.