ἀντιτιμάω

English (LSJ)

A honour in return, τινά X.HG3.1.13; τινὰπᾶσι τοῖς καλοῖς Id.Cyr.5.2.11, etc.:—fut. Med. in pass.sense, Id.Oec.9.11.
II Med. as law-term, make a counter-estimate of damages, c. gen. pretii, Pl.Ap.36b, D.24.138.

Spanish (DGE)

1 honrar a su vez αὐτήν X.HG 3.1.13, σε ... πᾶσι τοῖς καλοῖς X.Cyr.5.2.11, με D.C.67.12.3, cf. Ph.2.26, MAMA 8.398, en v. pas. ὑφ' ἡμῶν X.Oec.9.11.
2 en v. med. contraproponer para sí como castigo c. gen. de la pena, Pl.Ap.36b, D.24.138, IG 12(2).526a.17, b.21 (Ereso).

French (Bailly abrégé)

ἀντιτιμῶ :
honorer en retour;
Moy. ἀντιτιμάομαι, ἀντιτιμῶμαι faire une contre-estimation, càd fixer de son côté le chiffre d'une amende, avec le gén. de la somme.
Étymologie: ἀντί, τιμάω.

German (Pape)

[ῑμ], dagegen, ebenfalls ehren, Xen. Cyr. 5.2.11; ἀντιτιμήσομαι, pass., Oec. 9.11. – Med., eine Gegenschätzung machen; der Beklagte konnte auf Verminderung der vom Kläger vorgeschlagenen Strafsumme antragen, τινός Plat. Apol. 36b; Dem. 24.138. Vgl. ὑποτιμάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτῑμάω: 1) оказывать в свою очередь уважение, почитать со своей стороны (τινα Xen.);
2) med. (в противовес обвинителю) предлагать самому для себя (более справедливое) наказание Dem.: τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι; Plat. какую же кару предложить мне вам для себя?

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτῑμάω: μέλλ. -ήσω, τιμῶ τὸν τιμῶντά με, ἀνταποδίδω τιμὰς εἴς τινα, ὥστε καὶ ἀντετίμα αὐτὴν (τὴν Μανίαν) μεγαλοπρεπῶς ὁ Φαρνάβαζος Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 13· τινά τινί ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 2, 11, κτλ.: - μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ., ὅπως χαριζομένη τι ἡμῖν ὑφ’ ἡμῶν ἀντιτιμήσεται ὁ αὐτ. Οἰκ. 9. 11. ΙΙ. Μέσ., ὡς ὅρος νομικός, ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου ἐν δικαστηρίῳ, ἀντιπροτείνω ἄλλην ποινήν, ἣν ἐγὼ θεωρῶ δικαιοτέραν τῆς προταθείσης ὑπὸ τοῦ κατηγόρου, μετὰ γενικ. τοῦ τιμήματος, τιμᾶται δ’ οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· εἶεν· ἐγὼ δὲ δὴ τίνος ὑμῖν ἀντιτιμήσομαι, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ἢ δῆλον ὅτι τῆς ἀξίας; Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 743. 21: πρβλ. τιμάω ΙΙΙ 2., ὑποτιμάω.

Greek Monotonic

ἀντιτῑμάω: μέλ. -ήσω,
I. τιμώ ως ανταπόδοση, τινά, σε Ξεν.· Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
II. Μέσ. ως νομικός προς, αντιπροτείνω άλλη ποινή, με γεν., σε Πλάτ.

Middle Liddell

I. to honour in return, τινά, Xen.:—f. mid. in pass. sense, Xen.
II. Mid as law-term, to fix a counter-estimate of damages, c. gen. pretii, Plat.