ἄκρα
English (LSJ)
Ion. ἄκρη, ἡ, (fem. of ἄκρος)
A highest or farthest point:
1 headland, cape, Il.4.425, 14.36, Od.9.285, S.Tr.788, Pl.Criti.111a: metaph., ἄκρην πενίης οὐχ ὑπερεδράμομεν Thgn.619, cf. A.Eu.562; κάμπτειν Men.4.
2 hill-top, height, Od.8.508, Hymn.Is.72 (pl.).
3 of a wave, crest, οὐ γὰρ ὑπερθεῖν κύματος ἄκραν δυνάμεσθα E.Fr.230.
4 Hom. only in phrase κατ' ἄκρης, νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος αἰπεινή from top to bottom, i.e. utterly, Il.13.772; κατ' ἄ. Ἴλιον ἑλέειν 15.557, cf. 24.728, Hdt.6.18, Th.4.112; κατ' ἄ. ἐξαιρεῖν Pl. Lg.909b; γῆν πατρῴαν.. πρῆσαι κατ' ἄ. utterly, S.Ant.201: metaph., κατ' ἄ. ὡς πορθούμεθα how utterly..! A.Ch.691, cf. S.OC1242, E.IA 778; but ἔλασεν μέγα κῦμα κατ' ἄ. from above, Od.5.313.
5 citadel built on a steep rock overhanging a town (usu. ἀκρόπολις), X. An.7.1.20, Hyp.Lyc.Fr.3, Luc.Bis Acc.13.
6 end, extremity, Arist.HA512a6, 518a9: Math., of lines, Papp.682.14; of the extremes in a proportion, Id.70.6, Euc.6.16, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἄκρη
I 1 cabo, punta de tierra que se adentra en el mar, Il.4.425, 14.36, Od.9.285, S.Tr.788, Th.7.4, Pl.Criti.111a, αἱ ἄ. ἀνεσπασμέναι φαίνονται ἐν τῇ θαλάττῃ Arist.Mete.373b10, cf. Plb.1.54.5, Hymn.Is.162 (Andros), Nonn.D.13.161, κάμπτειν ἄ. = doblar el cabo Men.Fr.19, fig. οὐδ' ὑπερθέοντ' ἄκραν = que no consigue doblar el cabo de alguien sumido en la impotencia, A.Eu.562.
2 cresta de una ola κύματος ἄ. E.Fr.230, fig. ἄκρην γὰρ πενίην οὐκ ὑπερεδράμομεν = no he remontado la cresta de la ola de la pobreza Thgn.620.
3 extremo, punta λευκαίνεται ἀπ' ἄκρας ἡ θρίξ Arist.HA 518a9, σχίζεται δ' αὐτῶν ἄκρα ἑκατέρα Arist.HA 512a6, τῶν λίθων IG 7.3073 (Lebadea II a.C.)
• geom. extremo de líneas, Papp.682.14, de una proporción, Papp.70.6, Euc.6.16
• ἄκρᾳ en el extremo οὐ(λὴ) φαλάν(θῳ) δεξι(ᾷ) ἄκρᾳ PStras.81.29 (II a.C.), οὐ(λὴ) παρ' ὀφρῦν ἀρι(στερὰν) ἄκραι SB 4637.16 (II a.C.) en BL 8.311.
II 1 altura fortificada, ciudadela, acrópolis ἐρύσαντας ... ἐπ' ἄκρης Od.8.508, cf. X.An.7.1.20, IRhamn.17.18 (III a.C.), Plb.1.10.1, 4.53.9, Luc.Bis Acc.13, IG 7.2225.28 (Tisbe II a.C.), ἀπ' ἄκρας Ταινάρου (aunque quizá de ἄκρος, -α, -ον) Pi.P.4.174, del palacio real de Menfis PCair.Zen.156.3 (III a.C.), cf. PBremen 41.29 (II d.C.).
2 cumbre de excelencia Eus.LC 11.
III en locuciones κατ' ἄκρης, κατ' ἄκρας, κατάκρας desde lo alto, de arriba abajo μιν εἴποντ' ἔλασεν μέγα κῦμα κατ' ἄ. Od.5.313
• ref. esp. a la destrucción de ciudades totalmente, hasta los cimientos νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος αἰπεινή Il.13.772, cf. 15.557, Hdt.6.18, Th.4.112, S.Ant.201, E.IA 778, Pl.Lg.909b, κατ' ἄκρας ... πορθούμεθα A.Ch.691, cf. E.Hipp.1366
• ἀπ' ἄκρας μάχη lacon. combate de uno contra uno Hsch.α 5736
• εἰς ἄκραν = hasta el extremo, al máximo Cyr.Al.Luc.1.349.
German (Pape)
[Seite 79] ἡ, eigtl. fem. zu ἄκρος, das äußerste Ende, bes. Berggipfel, Vorgebirge, Hom. Iliad. 4, 425. 14, 36 im plur., im sing. Od. 9, 285. 8, 508; Aesch. Eum. 532; Εὐβοίας Soph. Tr. 785; Pind. N. 3, 26; Ταινάρου P. 4, 310; in Prosa, Her. 4, 99; Plat. Critia 111 a; Landzunge, Burg auf einem Berge, Eur. Or. 859; Xen. An. 7, 1, 19 u. sonst; – κατ' ἄκρας, ion. ἄκρης, von oben her, ἔλασε κῦμα κατ' ἄκρης Od. 5, 313, meist = gänzlich, πέρσεται πόλις Il. 24, 728, Ἴλιον ἑλέειν 15, 557, Ἴλιος πυρὶ σμύχοιτο κατ' ἄκρης 22, 411; πορθεῖν Aesch. Ch. 680; πρῆσαι Soph. Ant. 206; κατ' ἄκρων Περγάμων ἑλεῖν πόλιν Eur. Phoen. 1192; in Prosa, Her. 6, 18. 83; Thuc. 4, 112 ἑλεῖν, u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la partie supérieure, le haut, le faîte ; κατ' ἄκρης (ion.) de haut en bas OD, ou de fond en comble IL ; γῆν κατ' ἄκρας πέρθειν SOPH ravager un pays de fond en comble ; πόλιν αἱρέειν κατ' ἄκρης HDT détruire une ville de fond en comble ; particul.
1 forteresse, citadelle sur une hauteur (cf. ἀκρόπολις);
2 promontoire.
Étymologie: fém. de ἄκρος.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρᾱ:
I ион. ἄκρη ἡ
1 мыс, выступ, коса, Hom., Aesch., Soph.: προτείνουσα εἰς τὸ πέλαγος ἄ. Plat. вдающийся в море мыс;
2 вершина, высшая точка (Πίνδου Soph.; κύματος Soph.): ἀ. τειχέων Eur. верхний край стен; κατ᾽ ἄκρας, реже κατ᾽ ἄκρων Hom., Her., Trag., Thuc. сверху донизу, т. е. целиком, совершенно;
3 конец, оконечность, край: παρ᾽ ἄκρας (acc. pl.) ἀποθρίζειν τρίχας Eur. обстригать кончики волос;
4 (= ἀκρόπολις) цитадель, кремль Xen.
ἄκρα: II adv. Theocr., Anth. = ἄκρον II.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρα: Ἰων. ἄκρη, ἡ (θηλ. τοῦ ἄκρος), ὡς τὸ ἄκρον, τὸ ἔσχατον ἢ ὕψιστον σημεῖον. 1) ἄκρα γῆς, ἀκρωτήριον, Ἰλ. Δ. 425, Ρ. 264. Ὀδ. Ι. 285, Σοφ. Τρ. 788, Πλάτ. Κριτί. 111Α ἄκραν ὑπερθέειν (μεταφ.) Αἰσχύλ. Εὐμ. 562· κάμπτει, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῦσιν» 9. 2) κορυφὴ ὄρους, Σοφ. Ἀποσπ. 265, κτλ.· μεταφ., κύματος ἄκρα, ἡ κορυφή, τὸ ὕψιστον σημεῖον, Εὐρ. Ἀποσπ. 232. 3) παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῇ φράσει κατ’ ἄκρης (ἂν καὶ τοῦτο δύναται νὰ σημαίνῃ κατ’ ἄκρης πόλεως, ἴδε κατωτέρω 3)· νῦν ὤλετο πᾶσα κατ’ ἄκρης Ἴλιος αἰπεινή, ἀπὸ κορυφῆς μέχρι θεμελίων, δηλ. ἐξ. ὁλοκλήρου, (οὕτω παρ’ Οὐεργιλίῳ ruit alto a culmine Troja, sternitque a culmine Trojam, Αἰν. 2. 290. 603), Ἰλ. Ν. 772, πρβλ. Ο. 557, Ω. 728· οὕτω, πόλιν αἱρέειν κατ’ ἄκρης, Ἡρόδ. 6. 18· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 909Β. (πρβλ. κατ’ ἄκρων περγάμων ἑλεῖν πόλιν, Εὐρ. Φοίν. 1176), ὡσαύτως, ἔλασεν μέγα κῦμα κατ’ ἄκρης, κῦμα ὤθησεν αὐτὸν ἐκ τῶν ἄνω· Ὀδ. Ε. 313· οὕτω παρ’ Ἀττ. γῆν πατρῴαν... πρῆσαι κατ’ ἄκρας, ὁλοκλήρως, Σοφ. Ἀντ. 201· καὶ μεταφ. κατ’ ἄκρας ὡς πορθούμεθα, πῶς ἐξ ὁλοκλήρου..., Αἰσχύλ. Χο. 691· πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1242, Εὐρ. Ι. Α. 778. Θουκ. 4. 112., Πλάτ. κτλ.: ― πρβλ. ἄκρηθεν, κατάκρηθεν, κράς. 4) φρούριον ἢ ἀκρόπολις ᾠκοδομημένη ἐπὶ ἀποκρήμνου βράχου, ὑπερκειμένου τῆς πόλεως, Λατ. arx, Ξεν. Ἄν. 7. 1, 20, κτλ.· πρβλ. Νιεβ. Ρωμ. Ἱστ. 3. 311, τοῦτο λοιπὸν τὸ μέρος καλεῖται ἄκρη πόλις παρ’ Ὁμήρῳ· μετέπειτα δὲ ἐκλήθη ἀκρόπολις. 5) τέλος, τὰ ἄκρα ἔσχατα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 2, 8., 3. 11, 5· παρ’ ἄκρας (αἰτ. πληθ.) εἰς τὰ τέλη, τὰ ἔσχατα, Εὐρ. Ὀρ. 128.
English (Slater)
ἄκρα headland, foreland θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; (N. 3.27)
Greek Monolingual
(I)
η (Α ἄκρα)
(θηλυκό του επιθέτου άκρος ως ουσιαστικό)
βλ. άκρη.
(II)
τα (Α ἄκρα)
πληθυντικός του άκρο(ν).
(III)
επίρρ. άκρος
λίγο, ελαφρά.
Greek Monotonic
ἄκρα: Ιων. ἄκρη, ἡ (ἄκρος)·
1. ακρωτήριο, κάβος, αιγιαλός, παράκτια έκταση, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. κορυφή βουνού, βουνοκορφή· χρησιμ. από τον Όμηρ. μόνο στη φράση κατ' ἄκρης, από κορυφής μέχρι θεμελίων, δηλ. εξ ολοκλήρου, πόλιν αἱρέειν κατ' ἄκρης, σε Ηρόδ.· ομοίως και σε Αττ., κατ' ἄκρας, εξ ολοκλήρου, ολοκληρωτικά, σε Τραγ., Πλάτ.
3. ακρόπολη, Λατ. arx, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἄκρος
1. a headland, foreland, cape, Hom., etc.
2. a mountain-top, summit: used by Hom. only in the phrase κατ' ἄκρης from top to bottom, i. e. utterly, πόλιν αἱρέειν κατ' ἄκρης Hdt.; so in Attic, κατ' ἄκρας utterly, Trag., Plat.
3. the citadel of a city, Lat. arx, Xen.
English (Woodhouse)
Spanish
Lexicon Thucydideum
promontorium, headland, cape, 1.46.4, 2.25.4, 4.3.3, 4.107.2, 5.75.6, 6.2.6, 6.30.1, [vulgo commonly τὴν ἄ.] simil. similarly 6.34.4. et and 6.44.2. 7.4.4, (de Plemmyrio concerning Plemmyrion) 7.33.3. 7.34.2, 8.35.2, 8.104.5, 8.105.2, [boni codd. good manuscripts τοῦ] 8.106.4.
locus altior, higher ground, 7.3.3,
a vertice, from the top, summit, 4.112.3.