ἄραβος
English (LSJ)
[ᾰρ], ὁ,
A gnashing or chattering of teeth, ἄ. δὲ διὰ στόμα γίγνετ' ὀδόντων Il.10.375, cf. Hes.Sc.404, Hld.5.3; prob. f.l. for ἄραδος in Plu.2.654b.
2 generally, rattling, ringing, σάκεος Call.Del. 147. (Prob. onomatop.)
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰρᾰ]
acción de crujir, entrechocar ἄ. ὀδόντων rechinar de dientes, Il.10.375, Hes.Sc.404, Aret.SA 1.6.5, Hld.5.3.3, ἄ. σάκεος crujido del escudo Call.Del.147, δοῦπος, ἄραβος, κόναβος Sch.D.T.242.13, cf. D.Chr.12.68, Et.Gen.1101, Arc.46.6, 198.27, Hsch.
• Etimología: Formación onomatopéyica, c. el mismo tema que ἄραδος y ἀράζω, q.u., y el sufijo de θόρυβος, κόναβος.
German (Pape)
[Seite 343] ὁ, Gerassel, ὀδόντων, Zähneklappern, vor Furcht, Il. 10, 375.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
choc, craquement.
Étymologie: DELG onomatopée.
English (Autenrieth)
chattering of teeth (through fear), Il. 10.375†.
Greek Monolingual
ἄραβος, ο (Α)
1. το τρίξιμο των δοντιών
2. κρότος, χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. άραδος) με επίθημα -βος, η οποία ανήκει στη σημασιολογική ομάδα των λέξεων που δηλώνουν θόρυβο. Πρόκειται για εκφραστικές λέξεις, των οποίων η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το -β- του επιθήματος προέρχεται από ΙΕ χειλικό b ή χειλοϋπερωικό gw και έχει εκφραστική κυρίως αξία (πρβλ. βόμβος, θόρυβος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἄραβος: ὁ, τρίξιμο ή ήχος που παράγει το τρίξιμο των δοντιών, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἄρᾰβος: (ᾰρ) ὁ
1 стучание или скрежет (ὀδόντων Hom., Hes.);
2 трескотня (ἄ. καὶ παλμός Plut.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: rattle, ring of armour, teeth (Il.).
Derivatives: Denom. ἀραβέω rattle, ring (Il.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Same suffix in θόρυβος, κόναβος etc. (Chantr. Form. 260), for the stem cf. ἄραδος, ἀράζω. Onomatopoetic?; s. Güntert Reimwortbildungen 145f. Fur. 142 compares ἀροπῆσαι πατῆσαι H., which shows substr. origin (as Fur. remarks, a word can be both onomat. and a substr. loan).
Middle Liddell
[Formed from the sound.]
a gnashing or chattering of teeth, Il.
Frisk Etymology German
ἄραβος: {árabos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Getöse, Gerassel, Klappern (der Zähne)’ (Κ 375, Hes. Sc. 404, Kall. Del. 147, Hld. 5, 3).
Derivative: Daneben, wohl denominativ, ἀραβέω rasseln, erklirren, klappern (ep. seit Il.).
Etymology: Zum Suffix vgl. θόρυβος, κόναβος usw. (Schwyzer 496, Chantraine Formation 260), zum Stamm ἄραδος, ἀράζω. Onomatopoetisch; vgl. Güntert Reimwortbildungen 145f.
Page 1,128