ἐπήκοος

English (LSJ)

Dor. ἐπάκοος [ᾱ], ον,
A listening, giving ear to, c.gen., ἐμῶν ἔργων A.Ag.1420; κακῶν, δίκης, Id.Ch.980, Eu.732; ἐ. καὶ θεαταὶ δικῶν Pl.Lg.767d; λόγων Id.R.499a: less freq. c. dat., εὐχαῖς Id.Phlb.25b; ἐ. εἶναι γονεῦσι πρὸς τέκνα θεούς Id.Lg.931c; ὧν ηὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐ. γεγόνασι Id.Mx.247d; γυναιξίν AP9.303 (Adaeus): abs., listening to prayer, of gods, Pi.O.14.14 codd., Ar.Th. 1157 (lyr.), BGU1216.50 (ii B.C.); Ἀσκληπιῷ ἐ. θεῷ IG12(8).366 (Thasos); epithet of Artemis, IG14.963, 12(9).1262 (Attica), etc.
2 obedient, ψυχαί J.BJ3.8.5.
II within hearing, within ear-shot, εἰς ἐπήκοον στῆσαί τινα, καλέσασθαι, X.An.2.5.38, 3.3.1; ἐν ἐπηκόῳ εἶναι, στῆναι, J.BJ5.9.3,3.10.2; ἐξ ἐπηκόου Luc.Cont.20; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.23; ἀναγνῶναι ἐς ἐ. ἅπασι Id.Symp. 21
III Pass., heard, listened to, ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ θεῶν Pl.Lg.931b; ἐ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαί Ph.1.296.
IV Subst. ἐπήκοος, Dor. ἐπάκοος, ὁ, witness to a transaction, IG5(1).1228 (Taenarum), al., dub. in Foed.Delph.Pell.1A15; ἐπήκοοι delegates, IG11(4).1065. (Dual ἐπακόω ib.5(1).1230, ἐπάκω 1231, 1233, ἐπάκοε 1232.)

German (Pape)

[Seite 920] (vgl. ἐπακουός), 1) darauf hörend, erhörend, bes. von den Göttern, ἐπάκοος γενεῦ Pind. Ol. 14, 15; δίκης, κακῶν, Aesch. Eum. 702 Ch. 974; vgl. Ag. 1394; λόγων Eur. Heracl. 120; ἄν πέρ γε ἐμαῖς εὐχαῖς ἐπ. γίγνηταί τις τῶν θεῶν Plat. Phil. 25 b; ὧν εὔχοντο τὰ μέγιστα αὐτοῖς οἱ θεοὶ ἐπ. γεγόνασι, haben sie erhört, Menex. 247 d; καὶ θεαταί Legg. VI, 767 d. – Aber Plat. Legg. XI, 931 b ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ θεῶν = was erhört worden von Seiten der Götter. – 2) der Ort, von wo aus man hören kann; ἔστησαν εἰς ἐπήκοον Xen. An. 2, 5, 38, εἰς ἐπ. καλεσάμενος αὐτούς 3, 3, 1, προσελθόντες εἰς ἐπ. ἠρώτων 4, 4, 5, immer von Verhandlungen mit Feinden, bei denen man sich gegenseitig auf Hörweite nähert; ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ Luc. Icarom. 23; ἀναγνῶναι ἐς ἐπ., so daß es Alle hören können, Conv. 21.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui prête l'oreille à, qui écoute, gén. ou dat.;
2 au neutre, dans les locut. εἰς ἐπήκοον et ἐξ ἐπηκόου : εἰς ἐπήκοον στῆσαί τινα XÉN, εἰς ἐπήκοον καλέσασθαί τινα XÉN placer, appeler qqn dans un lieu où il peut être entendu ou de manière à ce qu'on soit entendu ; ἐξ ἐπηκόου LUC m. sign. ; ἀναγνῶναι ἐς ἐπήκοον LUC lire de façon à être entendu de tous.
Étymologie: ἐπακούω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπήκοος: дор. ἐπάκοος 2 (ᾱ)
1 слушающий (λόγων Eur.);
2 выслушивающий, внемлющий (εὐχαῖς Plat.; βουλευμάτων Plut.);
3 пристально следящий, наблюдающий (ἔργων, κακῶν Aesch.): δίκης γενέσθαι ἐ. μένω Aesch. я жду приговора;
4 благосклонно выслушиваемый (παρὰ τῶν θεῶν Plat.);
5 слушающийся, послушный (γονεῦσι Plat.). - см. тж. ἐπήκοον.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπήκοος: Δωρ. ἐπάκοος, ον, (ἐπακούω):- ὁ ἐπακούων, δίδων προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τινός, μετὰ γεν., ἐμῶν ἔργων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1420· κακῶν, δίκης ὁ αὐτ. Χο. 980, Εὐμ. 732· λόγων Πλάτ. Πολ. 499Α· ἧττον συχνῶς μετὰ δοτ., εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 25Β· γονεῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 931Β· γυναιξὶν Ἀνθ. Π. 9. 303·- ἀπόλ., ἐπὶ τῶν θεῶν, ἐπακούων, δίδων προσοχὴν εἰς τὰς προσευχάς, Πινδ. Ο. 14. 21, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1157. ΙΙ. ἐπεὶ δὲ ἔστησαν εἰς ἐπήκοον, ὅτε δὲ ἐστάθησαν εἰς ἀπόστασιν τοιαύτην ὥστε ν’ ἀκούηται ἡ ὁμιλία, Ξεν. Ἀν. 2. 5, 38., 3. 3, 1· ὡσαύτως, ἐξ ἐπηκόου Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 20· ἐς τὸ ἐπηκοώτατον τοῦ οὐρανοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἰκαρομ. 23· ἀναγνῶναι ἐπ. ἅπασι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. ἢ Λαπίθ. 21. ΙΙΙ. Παθ., ὁ ἀκουόμενος, ἀκουστός, ἃ πᾶς ὑμνεῖ ἐπήκοα γενέσθαι παρὰ τῶν θεῶν Πλάτ. Νόμ. 931Β· ἐπ. αἱ τοῦ θεοφιλοῦς εὐχαὶ Φίλων 1. 296. IV. μάρτυς, Ἐπιγρ. Λακ. Μ. 29, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἐπάκοοι· οἱ μάρτυρες, καὶ οἱ ἐπισκοποῦντες τὰς δικαστικὰς ψήφους». Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

Spanish

obediente, atento, dispuesto

Greek Monolingual

-ον (AM ἐπήκοος, -ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, -ον)
φρ. «εἰς ἐπήκοον» — σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.)
αρχ.
1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ' ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.)
2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις προσευχές («εἰ καὶ πρότερόν ποτ' ἐπηκόω ἤλθετον», Αριστοφ.)
3. υπάκουος
4. ακουστός
5. μάρτυρας σε συναλλαγή
6. στον πληθ. ἐπήκοοι
απεσταλμένοι, πρεσβευτές. (Επίρρ.) ἐπηκόως (Α)
έτσι ώστε να ακούγεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακούω, το -η- λόγω της λειτουργίας του νόμου εκτάσεως εν συνθέσει].

Greek Monotonic

ἐπήκοος: Δωρ. ἐπάκοος, -ον, (ἐπακούω),
I. αυτός που ακούει ή δίνει προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Αισχύλ., Πλάτ.· επίσης με δοτ., στον ίδ.
II. αυτός που βρίσκεται εντός πεδίου ακοής, εντός ακουστικής ικανότητας, αντίληψης, εἰς ἐπήκοον, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπακούω
I. listening or giving ear to a thing, c. gen., Aesch., Plat.; also c. dat., Plat.
II. within hearing, within ear-shot, εἰς ἐπήκοον Xen.

English (Woodhouse)

hearer, listening to, of prayer

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού ἀκούει). Ἀπό τό ἐπακούω (ἐπί + ἀκούω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀκούω.

Léxico de magia

-ον 1 obediente c. dat. del hablante: de un dios δεῦρό <μοι>, ὅ τις θεός, ἐ. μοι γενοῦ, ὅτι τοῦτο θέλει καὶ ἐπιτάσσει ven aquí a mí, dios tal, séme obediente, porque esto quiere y ordena P IV 238 P IV 949 ὃ ἐὰν ἐπιτάξω ὑμῖν ἐγὼ ὁ δεῖνα, ὅπως ἐπήκοοί μοι γένησθε si yo, fulano, os ordeno algo, sedme obedientes P I 255 de Apolo σεισίχθων, φώσφωρ, ἐλθὲ ἱλαρὸς καὶ ἐ. τῷ σῷ προφήτῃ tú que agitas la tierra, portador de luz, ven propicio y obediente a tu profeta P III 256 P III 261 de personas ἵνα με φιλῇ καὶ ὃ ἐὰν αὐτὴν αἰτῶ ἐ. μοι ἦν para que me ame y en lo que le pida me sea obediente SM 39 6 SM 58 11 2 atento, dispuesto de Eros ἐπικαλοῦμαί σε ... νυκτιφανῆ, νυκτιχαρῆ, νυκτιγενέτωρ, ἐπήκοε te invoco a ti, que surges de noche, que te alegras con la noche, padre de la noche, atento P IV 1796 de Selene ἐνεύχομαί σοι ... ἄμβροτε, ἐπήκοε a ti te suplico, inmortal, atenta P IV 2270