ἐπαίτιος
English (LSJ)
ἐπαίτιον, (αἰτία)
A blamed for a thing, blameable, blameworthy:
1 of persons, οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Il.1.335; τινός for a thing, A.Eu. 465, E.Hipp.1383 (lyr.); accused of a thing, Th.6.61; ἐ. τινὰ ποιεῖν πρός τινας Plu.Comp.Dion.Brut.2.
2 of things, ἀναχωρησις Th. 5.65; ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys.7.39.
II ἐπαίτια, τά, legal punishments, = προστιμήματα, Solon ap.Poll.8.22, Lexap.D.24.105.
German (Pape)
[Seite 896] schuldig, Schuld woran seiend; οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, nicht ihr seid mir schuldig, nicht euch trifft der Vorwurf, Il. 1, 335; τινός, Aesch. Eum. 443; κακῶν Eur. Hipp. 1383; dem Tadel unterworfen, ἐπαιτιώτατος κίνδυνος Lys. 7, 39; vgl. Thuc. 5, 65 u. Sp.; ἐπαίτιόν τινα πρὸς τοὺς πολίτας ποιεῖν Plut. Comp. Dion. et Brut. 2. – Τὰ ἐπαίτια sind bei Dem. 24, 105 im Gesetz die von Gerichtswegen festgesetzten Strafen; vgl. Poll. 8, 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 blâmable : τινος pour qch;
2 accusé de qch.
Étymologie: ἐπί, αἰτία.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαίτιος:
1 виновный, повинный: οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Hom. нисколько в моих глазах вы не виновны; ἐ. τινος Aesch., Eur. виновный в чем-л.; ἐπαίτιόν τινα πρός τινας ποιεῖν Plut. обвинять кого-л. перед кем-л.;
2 обвиняемый: τὰ μυστικά, ὧν ἐ. ἦν Thuc. мистерии, в (осквернении) которых обвинялся (Алкивиад);
3 достойный порицания, предосудительный: ἡ ἐξ Ἄργους ἐ. ἀναχώρησις Thuc. позорное отступление (Агида) от Аргоса; ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Lys. наиболее компрометирующие ситуации (судебные дела). - см. тж. ἐπαίτια.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτιος: -ον, (αἰτία), ὃν πρέπει νὰ αἰτιᾶταί τις, ἀξιοκατάκριτος. 1) ἐπὶ προσώπων, οὔτι μοι ὔμμες ἐπαίτιοι Ἰλ. Α. 335· μετὰ γεν., καὶ τῶνδε κοινῇ Λοξίας ἐπαίτιος Αἰσχύλ. Εὐμ. 465, Εὐρ. Ἱππ. 1382· κατηγορούμενος περί τινος, ὧν ἐπαίτιος ἦν Θουκ. 6. 61: - ἐπ. πρός τινι Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρ. 2. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐπαιτίου ἀναχωρήσεως, δι’ ἣν δηλ. ἐν μεγάλῃ αἰτίᾳ εἶχον τὸν Ἆγιν, Θουκ. 5. 65· ἐπαιτιώτατοι τῶν κινδύνων Λυσ. 111. 38.
English (Autenrieth)
to blame; οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι, ‘I have no fault to find with you,’ Il. 1.335†.
Greek Monolingual
ἐπαίτιος, -ον (Α)
1. αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος
2. κατηγορούμενος για κάτι
3. ύποπτος για κακή πράξη
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπαίτια
πρόσθετες ποινές που επιβάλλονται από τον νόμο, πρόσθετα πρόστιμα, προστιμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αίτιος «ένοχος»].
Greek Monotonic
ἐπαίτιος: -ον (αἰτία), υπαίτιος για κάτι, αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
αἰτία
blamed for a thing, blameable, blameworthy, Il., Aesch., etc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
reus, defendant, accused, 6.61.1,
vituperabilis, blameworthy, 5.65.2.
Translations
blameworthy
Arabic: مَلُوم; Catalan: culpable; Dutch: afkeurenswaardig; Finnish: moitittava; French: blâmable; German: verdammenswert; Greek: αξιοκατάκριτος, αξιοκατηγόρητος, αξιόμεμπτος, επιλήψιμος, επίμεμπτος, επίμομφος, επίμωμος, επίψογος, κατακριτέος, μεμπτός, ψεκτός; Ancient Greek: αἴτιος, ἐπαίτιος, ἐπίμομφος, ἐπιμωμητός, ἐπίμωμος, ἐπίψογος, ἐπονείδιστος, εὐκατάγνωστος, μεμπτός, μωμηλός, μωμητός, ὑπαίτιος, ψεκτός, ψόγειος, ψογερός; Ido: blaminda; Italian: biasimabile, deprecabile, vituperabile; Korean: 책임이 있는; Latin: accusabilis, reprehensibilis, vituperabilis; Middle English: blame worthy; Portuguese: culpável; Romanian: condamnabil, de condamnat; Spanish: culpable, reprensible, reprehensible; Swedish: klandervärd