ἐπεισαγωγή
English (LSJ)
ἡ,
A bringing in besides, ἑτέρων ἰητρῶν Hp.Praec.7; especially of a second wife, J.AJ11.6.2; προσώπων ἐ. introduction of new characters, D.H.Vett.Cens.2.10 (pl.), cf. 3.3 (pl.); κρείττονος ἐλπίδος Ep.Hebr.7.19.
2 means of bringing or letting in, ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων Th.8.92.
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, das außerdem Eiführen, Zubringen, Sp.; Thuc. 8, 92 im plur. Einlaßorte. – Das Nehmen einer zweiten Frau, Ios. – Das Einführen von Redefiguren, Rhett. – Die Einleitung, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
passage pour introduire;
NT: introduction, le fait d'introduire.
Étymologie: ἐπεισάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισαγωγή: староатт. ἐπεσαγωγή ἡ
1 введение, т. е. внушение (κρείττονος ἐλπίδος NT);
2 место ввода, лазейка (ἔσοδοι καὶ ἐπεσαγωγαί Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισαγωγή: ἡ, ἡ πρὸς τοῖς ἄλλοις εἰσαγωγή, ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγὴν Ἱππ. 27. 20· ἰδίως ἐπὶ δευτέρας γυναικός, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 2· προσώπων ἐπ., εἰσαγωγὴ νέων προσώπων ἢ χαρακτήρων εἰς τὴν σκηνὴν, Εὐριπίδου δὲ καὶ Σοφοκλέους ποικιλώτερος ταῖς τῶν προσώπων ἐπεισαγωγαῖς, περὶ τοῦ Αἰσχύλου, Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 2. 10 (τόμ. 5. σ. 422, ἔκδ. Reisk.), πρβλ. 3. 3. 2) μέσον πρὸς εἰσαγωγήν, ἐπεισαγωγὰς τῶν πολεμίων Θουκ. 8. 92.
English (Strong)
from a compound of ἐπί and εἰσάγω; a superintroduction: bringing in.
English (Thayer)
(ἐπεισέρχομαι) future ἐπεισελεύσομαι;
1. to come in besides or to those who are already within; to enter afterward (Herodotus, Thucydides, Plato, others).
2. to come in upon, come upon by entering; to enter against: ἐπί τινα, accusative of person, L T Tr text WH; with a simple dative of person 1 Maccabees 16:16.
Greek Monolingual
ἐπεισαγωγή, η (AM) επεισάγω
δεύτερος γάμος
αρχ.
1. επιπλέον εισαγωγή («ἑτέρων ἰητρῶν ἐπεισαγωγήν», Ιπποκρ.)
2. εισαγωγή νέων προσώπων στη σκηνή
3. μέσο για εισαγωγή, για είσοδο («καὶ πυλίδας ἔχον καὶ ἐσόδους ἐπεσαγωγὰς τῶν πολεμίων», Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπεισᾰγωγή: ἡ, επιπλέον εισαγωγή, μέσο εισαγωγής ή τρόπος εισόδου, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπεισᾰγωγή, ἡ, [from ἐπεισάγω
a bringing in besides, a means of bringing or letting in, Thuc.
Chinese
原文音譯:™peisagwg» 誒普-誒士-阿哥給
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-進入-帶領(著)
字義溯源:引進,輸入;由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(εἰσάγω)=引入)組成;其中 (εἰσάγω)又由(εἰς)*=到)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 引進(1) 來7:19
Lexicon Thucydideum
locus ad introducendum accommodatus, place suitable for introducing, 8.92.1.