ἐπικαίω
English (LSJ)
A light up or kindle on a place, πῦρ h.Ap.491; burn on an altar, ὅς μοι πολλὰ βοῶν ἐπὶ μηρἴ ἔκηεν Il.22.170, cf. Od.3.9, 17.241.
II. burn on the surface, scorch, Hp.Aër.17 (Pass.); οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τῶν ἡλίων ἐπικεκαυμένοι Pl.Ep.340d; τῷ χρώματι παρὰ φύσιν-κεκαυμένος Plb.38.8.7, cf. Apollon.Mir.23; ἀέρα -όμενον Antipho Soph.26; of lightning, Arist.Mete.371b14; of hot iron, Id.HA 631b26; of cold, Hp.Aër.20, Thphr. CP 2.1.6 (v.l.); of a caustic drug, Dsc.3.35.
2. burn on the top, of stumps, Plu.2.529b; of pruning trees by burning, Thphr. HP 6.6.6; cauterize, τὰ χείλη τῶν τραυμάτων Aët.13.4, cf. Philum.Ven.3.5, al.
3. brand, ἵππον PCair.Zen.93.4(iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 945] att. -κάω (s. καίω), darauf anzünden, πῦρ H. h. Apoll. 491; in tmesi ὅς μοι πολλὰ βοῶν ἐπὶ μηρί' ἔκηεν, Il. 22, 170 u. öfter, d. i. auf dem Altar verbrennen; vgl. Hes. O. 335. – Auf der Oberfläche u. übh. verbrennen, οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. Ep. VII, 340 d; τῷ χρώματι παρὰ τὴν φύσιν ἐπικεκαυμένος Pol. 39, 2, 7; B. A. 72, 28 wird ἐπικαίεσθαι ἐν τῷ ἡλίῳ als der vulgäre Ausdruck für χραίνεσθαι πρὸς ἥλιον erkl.; vom Blitz, Arist. meteor. 3, 1; mit glühendem Eisen, H. A. 9, 40; D. Sic. 3, 53 u. A. Übertr. erkl. Schol. Ar. Lys. 221 ἐπιτυφῇ μου durch ἐπικαυθῇ ἐπ' ἐμοί.
French (Bailly abrégé)
brûler sur, brûler à la surface, à l'extrémité, cautériser.
Étymologie: ἐπί, καίω.
Greek Monolingual
ἐπικαίω και αττ. τ. ἐπικάω (Α)
1. ανάβω σ’ έναν τόπο, καίω σε βωμό
2. καίω κάτι στην επιφάνειά του, καψαλίζω, τσουρουφλίζω
3. καίω την κορυφή
4. καυτηριάζω
5. στιγματίζω, κάνω στίγμα με φωτιά («ἐπικαίω ἵππον»).
Greek Monotonic
ἐπικαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, ανάβω σε ένα μέρος, πῦρ, σε Ύμν. Ομηρ.· καίω επάνω σε βωμό, μηρία, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαίω: атт. ἐπικάω (ᾱ)
1 культ. возжигать (πῦρ HH); сжигать на жертвеннике (θεῷ μηρία Hom., Hes. - in tmesi);
2 обжигать, опалять (ἀστραπὴ ἐπέκαυσε Arst.): οἱ τὰ σώματα ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἐπικεκαυμένοι Plat. загоревшие на солнце; τῷ χρώματι ἐπικεκαυμένος Polyb. темнокожий, смуглый.
Middle Liddell
Attic -κάω fut. -καύσω
to light up a place, πῦρ Hhymn.: to burn on an altar, μηρία Hom.