ὁμότροφος

English (LSJ)

ὁμότροφον,
A reared together with or bred together with, τινι h.Ap.199; τινος h.Hom.9.2 (in both places of Artemis and Apollo); Δίκα καὶ ὁ. Εἰρήνα Pi.O.13.7 (cf. ὁμότροπος); ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt.2.66.
II abs., feeding together, having the same diet, Pl.Phd. 83d (v. ὁμότροπος).
2 ὁμότροφα πεδία plains where we fed in common, Ar.Av.329.

German (Pape)

[Seite 341] gemeinschaftlich mit Einem, zusammen auferzogen, herangewachsen; τινί Il. h. Apoll. 199, τινός Hom. h. 8, 2, an beiden Stellen von Zwillingsgeschwistern; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποις θηρία sind Hausthiere, Her. 2, 66; Ar. Av. 329 vrbdt ὃς γὰρ φίλος ἦν ὁμότροφά θ' ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, wo der Schol. erkl. οἷον τὴν αὐτὴν ἡμῖν κατανομὴν νεμόμενα, u. Andere ὁμοτρόφα schreiben wollen; es steht für ὁμότροφος τὰ αὐτὰ πεδία ἡμῖν ἐνέμετο; übertr. auf den Geist, Plat. Phaedr. 83 d u. Sp. – Ὁμοτρόφος, gemeinschaftlich ernährend, aufziehend (?).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nourri ou élevé ensemble : ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία HDT animaux domestiques.
Étymologie: ὁμός, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμότροφος:
1 вместе воспитанный, вместе выросший (Ἄρτεμις ὁ. Ἀπόλλωνι и Ἀπόλλωνος HH): ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία Her. домашние животные (у) людей;
2 имеющий те же привычки, ведущий такой же образ жизни Plut.;
3 (v.l. ὁμοτρόφος) равно всех питающий (πεδία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμότροφος: -ον, ὁ ὁμοῦ μετά τινος ἀνατραφείς, τινι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 199· ἀλλὰ καὶ τινὸς Ὁμ. Ὕμν. 8. 2 (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ διδύμων)· ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, ἐπὶ κατοικιδίων ζῴων, Ἡρόδ. 2. 66. ΙΙ. ἀπολ., ὁ ὁμοῦ ἐσθίων, ἔχων τὴν αὐτὴν δίαιταν, Πλάτ., πρβλ. ὁμότροπος. 2) ὁμότροφα δ’ ἡμῖν ἐνέμετο πεδία, ἐνέμετο δὲ πεδιάδας ἐν αἷς ὁμοῦ ἐτρεφόμεθα, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 329.

English (Slater)

ὁμότροφος, -ον reared together with ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει, κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v.l. ὁμότροπος) (O. 13.7)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμότροφος, -ον)
1. αυτός που ανατράφηκε μαζί με άλλον («Ἄρτεμις ὁμότροφος Ἀπόλλωνι», Ύμν. Απόλλ.)
2. αυτός που τρώγει μαζί με κάποιον, αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλον («ὁμότροπός τε καὶ ὁμότροφος γίγνεσθαι», Πλάτ.)
αρχ.
φρ. «ὁμότροφα πεδία» — οι πεδιάδες στις οποίες ανατρεφόμαστε μαζί (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. νεότροφος].

Greek Monotonic

ὁμότροφος: -ον (τρέφω),·
I. αυτός που μεγάλωσε ή ανατράφηκε μαζί με κάποιον άλλο, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.· ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, λέγεται για κατοικίδια ζώα, σε Ηρόδ.
2. απόλ., ὁμότροφα πεδία, πεδιάδες όπου βόσκουμε παρέα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὁμό-τροφος, ον, τρέφω
I. reared or bred together with another, c. dat., Hhymn.; ὁμότροφα τοῖσι ἀνθρώποισι θηρία, of domestic animals, Hdt.
II. absol., ὁμότρ. πεδία plains where we fed in common, Ar.