ἀμφιμέλας
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
-μέλαινα, -μέλᾰν,
A black all round: Hom. always epith. of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea. 2 generally, ἀ. κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.
French (Bailly abrégé)
αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.
Spanish (DGE)
-μέλαινα, -μέλαν
renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ... φρένες en ἀμφί A I.
Greek Monolingual
ἀμφιμέλας, -αινα, -αν (Α)
(στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. του φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-- + μέλας.