ἀμφιμέλας

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιμέλας Medium diacritics: ἀμφιμέλας Low diacritics: αμφιμέλας Capitals: ΑΜΦΙΜΕΛΑΣ
Transliteration A: amphimélas Transliteration B: amphimelas Transliteration C: amfimelas Beta Code: a)mfime/las

English (LSJ)

-μέλαινα, -μέλᾰν,

   A black all round: Hom. always epith. of φρένες (best written divisim, as by Alex. critics), darkened on either side, of strong emotions, as anger, Il.1.103, 17.83, Od.4.661; courage, Il.17.499,573: prob. metaph. from an angry sea.    2 generally, ἀ. κόνις coal-black dust, AP7.738 (Theodorid.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιμέλας: -αινα, ᾰν, ὁλόγυρα μέλας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, φρένες ἀμφιμέλαιναι - τὸ ὁποῖον δύναται ἐνιαχοῦ νὰ ἑρμηνευθῇ: ἐσκοτισμένος ὑπὸ ὀργῆς ἢ θλίψεως, Ἰλ. Α. 103, Ρ. 83, Ὀδ. Δ. 661· οὐχὶ ὅμως καὶ ἐν Ἰλ. Ρ. 499, 573· ὥστε εἶναι πιθανὸν ὅτι ἡ λέξις ἀείποτε ἀναφέρεται εἰς τὴν θέσιν τῶν φρενῶν, ἤτοι τοῦ διαφράγματος, αἱ ἐν σκότει κείμεναι, αἱ ὑπὸ σκότους περιβαλλόμεναι φρένες.

French (Bailly abrégé)

αινα, αν;
tout obscurci ou aveuglé (par la colère, la douleur, etc.).
Étymologie: ἀμφί, μέλας.

Spanish (DGE)

-μέλαινα, -μέλαν
renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ... φρένες en ἀμφί A I.

Greek Monolingual

ἀμφιμέλας, -αινα, -αν (Α)
(στον Όμ. πάντοτε ως επίθ. του φρένες) σκοτεινός από κάθε πλευρά, μαύρος, θολός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-- + μέλας.