αξίωση
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
(AM ἀξίωσις) αξιώ
1. απαίτηση που βασίζεται σε δικαιώματα
2. (γενικά) απαίτηση
νεοελλ.
φρ. «έργο αξιώσεων» — αξιόλογο, ανώτερου επιπέδου έργο
αρχ.
1. το να θεωρείται κάτι άξιο, καλό
2. το να θεωρείται κάποιος άξιος
3. υπόληψη
4. χαρακτήρας
5. γνώμη, αρχή, αξίωμα
6. φρ. «ἀξίωσις ὀνομάτων» — καθιερωμένη σημασία των λέξεων.