ἀνεπόπτευτος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον,
A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
German (Pape)
[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.
Spanish (DGE)
-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)
νεοελλ.
εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτεία
αρχ.
αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.