αποτείνω

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

(AM ἀποτείνω)
(-ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον
νεοελλ.
φρ. «αποτείνω τον λόγο» — μιλώ σε κάποιον
αρχ.-μσν.
(-ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι
αρχ.
Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω
2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ
3. τεντώνω
II. (-ομαι)
1. καταβάλλω προσπάθεια για κάτι, προσπαθώ
2. εκτείνομαι
3. συνεχίζω να κάνω κάτι
4. φρ. «ἀποτείνω πόρρω» — πηγαίνω μακριά.