διάρθρωση

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source

Greek Monolingual

η (AM διάρθρωσις, -εως)
1. η συναρμογή τών μελών του σώματος
2. κλείδωση, άρθρωση του σώματος
3. (για φωνή) ευκρινής άρθρωση, καθαρή προφορά
νεοελλ.
1. η σύνδεση τών στοιχείων ενός συνόλου
2. διάταξη ύλης κατά λογική ή αισθητική ακολουθία
αρχ.
φρ. «διάρθρωσις λόγου» — ευκρίνεια, σαφήνεια.