επήρεια

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐπήρεια)
μσν.- νεοελλ.
η επίδραση, η επιρροή την οποία ασκεί ή δέχεται κάποιος ή κάτι («η επήρεια του φαρμάκου»)
αρχ.-μσν.
1. κακή, βλαβερή επίδραση
2. επίθεση, κακομεταχείριση
3. (σε επιχειρηματολογία) δολιότητα, πανουργία
4. φιλότιμο, αξιοπρέπεια
μσν.
1. οικονομική υποχρέωση
2. εξαναγκασμός σε κάποια ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αφηρημένο ουσιαστικό που, κατά μία άποψη, προέρχεται πιθ. από επίθ. επ-ηρής και συνδέεται με τα αρειή, αρή, ενώ άλλοι θεωρούν ως β' συνθετ. τον αμάρτυρο τ. έρος, οπότε το -η- είναι προϊόν του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει. Ο τ. έρος απαντά πιθ. στο ερεσχηλείν ή μπορεί ακόμη να θεωρηθεί απαθής βαθμίδα τών τύπων άρος, αρειή, Άρης αλλά και απ-αρές].