εριστικός
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐριστικός, -ή, -όν) ερίζω
1. αυτός που αγαπά τις έριδες, τις φιλονεικίες
2. αυτός που προκαλεί έριδες, διαφωνίες, συζητήσεις, λογομαχίες («τὰς παιδιὰς ἡδείας εἶναι τὰς ἐριστικὰς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τις μάχες, ο φιλόμαχος, ο μαχητικός
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐριστικοί
σκωπτική ονομασία τών φιλοσόφων της μεγαρικής σχολής
3. φρ. α) «ἐριστική τέχνη», η σοφιστική (Πλάτ.)
β) «ἐριστικός συλλογισμός, λόγος» — ψευδής συλλογισμός, σόφισμα (Αριστοτ.)
γ) «ἐριστικῶν τέχνη» — τίτλος έργου του Πρωταγόρα (Διογ. Λαέρ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐριστικόν και τὰ ἐριστικά
η σοφιστική.
επίρρ...
εριστικώς και εριστικά
(AM ἐριστικῶς) με εριστική διάθεση, με εριστικό τρόπο.