ελαττώνω
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
Greek Monolingual
(AM ἐλαττῶ, -όω
Α και ἐλασσῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι λιγότερο ή μικρότερο
2. μειώνω κάποιον, μειώνω την αξία του
αρχ.-μσν.
ἐλαττοῡμαι
1. εξασθενώ, γίνομαι ασθενικός
2. μειονεκτώ
μσν.
βλάπτω
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ κάτι από κάποιον
2. κόβω, κονταίνω
II. παθ. ἐλαττοῡμαι
1. ζημιώνομαι
2. παραχωρώ δικαιώματα, φαίνομαι υποχωρητικός
3. δεν ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου
4. στερούμαι («ἐλασσούμενος ἄρτοις»)
5. ζημιώνομαι από κάτι («μὴ ἐλαττούμενος τοῡ κεφαλαίου καὶ τῶν τόκων»).