αδημονώ

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

αδημονώ, -έω)
1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα»
2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου παράγεται το ἀδημονῶ) στο επίθ. ἀδαής «ο μη γνωρίζων» από ρ. -δάη-ν, δαῆναι «γνώρισα, έμαθα» του δάω, ήτοι ἐδάην > -δαής > ἀδαήμων > ἀδήμων (με συναίρεση) > ἀδημονέω. Εν τοιαύτη περιπτώσει το ἀδήμων θα σήμαινε αρχικά «τον κατεχόμενο από άγνοια και, γι’ αυτό, από άγχος, φόβο, αγωνία» — το ίδιο και το παραγωγό του ἀδημονῶ: αρχικά «μέ φοβίζει που δεν ξέρω» > «άγχομαι, ανησυχώ κ.λπ.». Αλλη ετυμολογική προσπάθεια αναγνωρίζει στο ἀδήμων ως αρχική τη σημ. του «στενοχωρημένος, λυπημένος», συνδέοντάς το με ρ. ᾱδέω (βλ. ᾱδέω)
ἀηδής > ᾱδής > ᾱδέω > ᾱδήμων (> ἀδημονεύω).
ΠΑΡ. αδημονία
αρχ.
ἀδημοσύνη.