ενθουσιάζω

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, -άω)
νεοελλ.
1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη»)
2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου»)
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος
αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ενθουσιασμού ή υπερβολικής ευχαρίστησης («φύγαμε από το σπίτι του ενθουσιασμένοι»)
αρχ.
1. είμαι ένθεος, ενθουσιασμένος ή θεόληπτος, βρίσκομαι σε έκσταση («ἀλλὰ φύσει τινὶ καὶ ἐνθουσιάζοντες, ὥσπερ οἱ θεομάντεις», Πλάτ.)
2. εμπνέω κάτι σε κάποιον
3. (μτχ. παθ. ενεστ.) ἐνθουσιαζόμενος
φρενοβλαβής, μανιακός, παράφρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ενθουσιάζω, που απαντά στον αττικό πεζό λόγο, προήλθε από το ενθεάζω (< ένθεος) πιθ. κατά τα ρήματα σε -σιάζω (θυσιάζω κ.ά.), ενώ ο τ. ενθουσιάω, -ώ σχηματίστηκε πιθ. κατά τα ρήματα σε -ιάω, δηλωτικά ασθένειας ή πάθους. Το -ου- του τ. προήλθε με συναίρεση του -θεο
πρβλ. ένθους αντί ένθεος στον μτγν. πεζό λόγο. Το ρ. ενθουσιάζομαι σήμαινε στην Αρχαία «εμπνέομαι ή κατέχομαι από τον θεό, βρίσκομαι σε έκσταση ή κατάσταση παραφοράς που προέρχεται από πάθος». Σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις υπερβολικής χαράς].