καθυστερώ

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

(AM καθυστερῶ, -έω)
1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.)
2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ
(α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο καὶ καθυστέρει πάντων», Πολ.)
3. δεν δίνω εγκαίρως κάτι που οφείλω («καθυστερεί πάντοτε τα ενοίκια»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει, επιβραδύνω («μέ καθυστέρησε το λεωφορείο»)
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθυστερημένος, -η, -ο
α) αυτός που δεν ακολουθεί την πρόοδο της επιστήμης, της τέχνης ή του πολιτισμού, αυτός που μένει πίσω στην ανάπτυξη
β) το άτομο που εμφανίζει βραδύτητα στη διανοητική του εξέλιξη, που εμφανίζει μειωμένη νοημοσύνη
αρχ.
1. έχω έλλειψη, στερούμαι («πάσης τροφῆς καθυστερήσει», ΠΔ)
2. φρ. «καθυστερῶ θανάτου» — δεν πεθαίνω, Λουκ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑστερῶ < ὕστερος.