κατάπτωση

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source

Greek Monolingual

η (Α κατάπτωσις) καταπίπτω
1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα
2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση
3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός
νεοελλ.
1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία
2. ηθικός ξεπεσμός, αναξιοπρέπεια, χαμέρπεια, δουλικότητα χαρακτήρα, ευτέλεια
3. φρ. «κατάπτωση του εδάφους»
α) η απότομη μεταβολή της κλίσης του εδάφους
β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) υποχώρηση του εδάφους, καθίζηση
αρχ.
προσβολή επιληψίας.