ἐξεῖπον

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεῖπον Medium diacritics: ἐξεῖπον Low diacritics: εξείπον Capitals: ΕΞΕΙΠΟΝ
Transliteration A: exeîpon Transliteration B: exeipon Transliteration C: ekseipon Beta Code: e)cei=pon

English (LSJ)

inf. ἐξειπεῖν, aor. 2 in use of ἐξαγορεύω; ἐξερῶ (q.v.) being the fut.: also aor. 1

   A ἐξεῖπας S.El.521:—tell out, declare, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι Il.9.61; αὐτίκ' ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι 24.654, cf. Od.15.443; ἐ. ὅτι μοι παρορᾷς Ar.Av.454 (lyr.); ἀκριβείᾳ χαλεπὸν ἐ. Th.7.87.    2 c. dupl. acc., κακὰ ἐ. τινά tell evil tales of a person, D.21.79; τίν' ἀρχήν σ' ἐξείπω κακῶν; E.El.907; πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας, ὡς . . S.El.521, cf. 984.

German (Pape)

[Seite 875] (s. εἶπον), fut. ἐξερῶ (s. unten auch ἐξερὲω), perf. ἐξείρηκα u. s. w., gerade heraussagen; ἐξείπω καὶ πάντα διΐξομαι Il. 9, 61; Etwas aussagen, es bekannt machen, oft mit dem Nebenbegriff verrathen, τινί τι, 24, 654 Od. 15, 443; Pind. I. 1, 60; Aesch. Ag. 908; ἐξερῶ, μόλις δ' ἐρῶ Soph. Phil. 329; ἃ ἐξείρηκας Tr. 349; καὶ τόδ' ἐξειρήσεται 1176; ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν Thuc. 7, 87; wie εἰπεῖν mit doppeltem acc., καὶ τὴν μητέρα κἀμὲ ῥητὰ καὶ ἄῤῥητα κακὰ ἐξεῖπον Dem. 21, 79, sie sagten gegen mich frech heraus; vgl. Soph. El. 521; τίν' ἀρχὴν πρῶτά σ' ἐξείπω κακῶν Eur. El. 907; spätere Prosa, πρός τινα Plut. Thes. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεῖπον: ἀπαρ., ἐξειπεῖν, κεῖται ὡς ἀόρ. β΄ τοῦ ῥήμ. ἐξαγορεύω· τὸ δὲ ἐξερέω (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μέλλ.: ὡσαύτως ἀόρ. α΄ ἐξεῖπας Σοφ. Ἠλ. 521. Λέγω τι καθαρά, ἀλλ’ ἄγ’ ἐγών, ὃς σεῖο γεραίτερος εὔχομαι εἶναι, ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαι, «λαλήσω καὶ πάντα διεξέλθω» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ι. 61· ἐξαγγέλλω, τῶν εἴ τίς σε ἴδοιτο... αὐτῶν, ἂν ἐξείποι Ἀγαμέμνονι Ω. 654, πρβλ. Ὀδ. Ο. 443· ἐξ. ὅ τι μοι παρορᾷς Ἀριστοφ. Ὄρν. 454· ἀκριβείᾳ ἐξ. Θουκ. 7. 87. 2) μετὰ διπλῆς αἰτ., λέγω, ἐκστομίζω, ὁμιλῶ κατά τινος, καὶ τὴν μητέρα καὶ ἐμέ... ῥητὰ καὶ ἄρρητα κακὰ ἐξεῖπον Δημ. 540· 10· διηγοῦμαι, τιν’ ἀρχὴν πρῶτά σ’ ἐξείπω κακῶν; Εὐρ. Ἠλ. 907· κατηγορῶ, καί τοι πολλὰ πρὸς πολλούς με δὴ ἐξεῖπας ὡς... Σοφ. Ἠλ. 521, πρβλ. 984.

French (Bailly abrégé)

ao.2, inf. ἐξειπεῖν;
dire, déclarer : τι qch ; τί τινι, τι πρός τινα, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: ἐξ, εἶπον.

English (Autenrieth)

subj. ἐξείπω, opt. -ποι, fut. ἐξερέω: speak out.

English (Slater)

ἐξεῑπον
   1 declare fully πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.60)

Greek Monolingual

ἐξεῑπον (Α)
αόρ. β' του ρ. εξαγορεύω.